Η Ελλάδα ζει και θα συνεχίσει να ζει για πολύ στις στάχτες των πυρκαγιών.
Χιλιάδες στρέμματα καμένης παραγωγικής γης και καμένου δασικού περιβάλλοντος, με τη χλωρίδα και την πανίδα κατεστραμμένες, καμένα σπίτια και περιουσίες είναι ο μέχρι τώρα απολογισμός των πυρκαγιών.
Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, η εκάστοτε αντιπολίτευση αποδίδει τις καταστροφές στην κρατική ανικανότητα των κρατικών μηχανισμών να δράσουν τόσο προληπτικά, όσο και κατασταλτικά. Για να πούμε την αλήθεια, ποτέ το ελληνικό κράτος υπήρξε αποτελεσματικό στην πρόληψη, στον έγκαιρο δηλαδή καθαρισμό των δασών από την καύσιμη ύλη, στην εκτέλεση των αναγκαίων έργων αντιπυρικής προστασίας και στην κατάλληλη προετοιμασία των πυροσβεστικών μέσων? Ποτέ… Ανύπαρκτοι. Να πούμε του στραβού το δίκιο, ποτέ το κράτος δεν υπήρξε παρόν στις καταστροφές? ας μην γελιόμαστε… Χρόνια και με όλες τις κυβερνήσεις, ένα χάος ….
Αποτέλεσμα ούτε και στην πυρόσβεση, τον έγκαιρο έλεγχο και τον περιορισμό της εξάπλωσης των πυρκαγιών, αφού η δικαιολογία τους πάντα είναι η οικονομική στενότητα του κράτους, κάνει άλλοτε να λείπουν οι δασοπυροσβέστες, άλλοτε τα επίγεια και άλλοτε τα εναέρια μέσα. Αφού σπάνια η περιβαλλοντική προστασία υπήρξε σημαντική προτεραιότητα ούτε η δασική προστασία από τους δασοφύλακες .. ανύπαρκτες χρόνια τώρα.
Γι’ αυτό και οι εκάστοτε κυβερνήσεις ρίχνουν τις ευθύνες στον άνεμο, στον καύσωνα ή στην κλιματική κρίση.
Όμως η κλιματική κρίση, με τις ασυνήθιστα υψηλές θερμοκρασίες και τους επίμονα ισχυρούς ανέμους, παρέχει τις κατάλληλες συνθήκες για τις δασικές πυρκαγιές. Η έκταση της καταστροφής και το μέγεθος των απωλειών εξαρτώνται από τις ανθρωπογενείς συνθήκες ανάπτυξης και από την καλή ή την κακή διαχείριση των πυρκαγιών.
Στο Μάτι, για παράδειγμα, η επέκταση της φωτιάς δεν μπορούσε να περιοριστεί γιατί έπνεαν πολύ ισχυροί άνεμοι που την μετέδωσαν γρήγορα σε εκτεταμένες περιοχές. Εκείνο που θα μπορούσε όμως να έχει περιοριστεί είναι τα ανθρώπινα θύματα, αν η πυκνοκατοικημένη περιοχή δεν είχε αναπτυχθεί χωρίς σχέδιο και δεν ήταν αυθαίρετα δομημένη, χωρίς έργα αντιπυρικής προστασίας και κυρίως χωρίς δρόμους και διεξόδους διαφυγής.
Στην Βαρυμπόμπη, το Τατόι κλπ οι πολύ χαμηλής έντασης άνεμοι, όπως διαβεβαίωσε η ΕΜΥ και το Εθνικό Αστεροσκοπείο διαψεύδοντας τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς, δεν ευθύνονται για την εξάπλωση της φωτιάς. Προφανώς υπήρξαν πολλαπλές και ταυτόχρονες εστίες, κάποιες λόγω αυταναφλέξεων εξ αιτίας του καύσωνα και κάποιες και λόγω εμπρησμών.
Το κίνητρο για τους εμπρηστές υπήρξε. Το έδωσε η κυβερνητική πρωτοβουλία για «αξιοποίηση» του Τατοίου, που όπως έκανε γνωστό άρθρο του Φεβρουαρίου του 2021 σε γνωστή ιστοσελίδα,
προκάλεσε το ενδιαφέρον πολλών «επενδυτών» για την οικοπεδοποίηση της ευρύτερης περιοχής της Βαρυμπόμπης. Η κυβέρνηση έβαλε μπροστά το σχέδιο «αξιοποίησης» του Τατοίου, χωρίς όμως να προστατέψει την περιοχή από τις πυρκαγιές. Άλλωστε, το μόνο εμπόδιο που έβλεπαν οι επίδοξοι «επενδυτές» σύμφωνα με το άρθρο, ήταν τα δάση και οι δασικές εκτάσεις που περιόριζαν την καθαρή υπό «αξιοποίηση» γη… Δεν είναι έτσι?
Μόνο σύμπτωση δεν είναι λοιπόν… Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι οι καταστροφές ήταν αποτέλεσμα μόνο εμπρησμών.
Προφανώς οι εμπρηστές εκμεταλλεύονται την κλιματική κρίση και περιμένουν τις κατάλληλες καιρικές συνθήκες για να δράσουν, ώστε η καταστροφή να είναι γενικευμένη και ολοσχερής. Το έδαφος, άλλωστε, για την καταστροφική δράση των εμπρηστών το δίνει ο γνωστός και σαν περιβαλλοντοκτόνος νόμος Χατζηδάκη, με τον οποίον επιτρέπεται πλέον η ιδιωτικοποίηση δημόσιων εκτάσεων, ακόμη και αν είναι σπάνιας οικολογικής αξίας και προστατευόμενες από ευρωπαϊκές συνθήκες.
Ας μην το ξεχνάμε και αυτό …
Κατ’ αρχήν είναι γνωστό ότι η εξαφάνιση των δασικών οικοσυστημάτων καταστρέφει τη χλωρίδα και την πανίδα, με εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες για τη διατήρηση των ειδών και την οικολογική ισορροπία. Και επιπλέον έχει και αλυσιδωτές αρνητικές επιπτώσεις και στο κλίμα, καθώς αυξάνει η θερμοκρασία, μειώνονται οι βροχοπτώσεις και ενισχύεται το φαινόμενο του θερμοκηπίου, με συνέπεια τη συχνότερη εμφάνιση των ακραίων φαινομένων της ξηρασίας και των πλημμυρών στις ευρύτερες των καμένων περιοχές.Κι ακόμη, η ραγδαία επιδείνωση του μικροκλίματος στις καμένες περιοχές οδηγεί στη γρήγορη διάβρωση των εδαφών και στην ερημοποίησή τους, με συνέπεια την ξηρασία και τη λειψυδρία. Καθώς ακόμη και στο ενδεχόμενο βροχοπτώσεων, το νερό απορρέει γρήγορα χωρίς να προλαβαίνει να διηθείται και να αποθηκεύεται στους φυσικούς υπόγειους υδροφορείς.
Η υποχρεωτική αναδάσωση συνεπώς και η γενική απαγόρευση της όποιας «αξιοποίησης» των καμένων, το κυριότερο, μια ολοκληρωμένη «πράσινη» εκστρατεία περιβαλλοντικής αποκατάστασης των καμένων περιοχών θα προστατέψει στο εξής τον φυσικό πλούτο της χώρας, γιατί θα αναστείλει τα καταστροφικά σχέδια των εμπρηστών.
Και βέβαια, θα συμβάλει ευεργετικά στην οικονομική ανάπτυξη τόσο των συγκεκριμένων περιοχών, οι οποίες χωρίς τον φυσικό πλούτο θα οδηγηθούν σε μαρασμό, όσο όμως και της χώρας γενικότερα.
Ο πρώτος δάσκαλος που μας τσίγκλησε για να ασχοληθούμε με αυτό το θέμα ήταν Νίκος Μάργαρης, νομίζω ο πρώτος Καθηγητής Οικολογίας σε Ελληνικό Πανεπιστήμιο που όμως δεν θέλαν να τον ακούσουν. Από αυτόν ξεκίνησαν κάποτε τα συνθήματα “Προστατέψτε το καμένο δάσος”, “όχι στις δενδροφυτεύσεις των φυσικών δασών” και πολλά άλλα που όμως στους πολιτικούς δεν άρεσαν καθόλου. Θυμάμαι τις εκδρομές στη φύση για να μελετήσουμε, ακριβώς, αυτό το περιβάλλον στη χώρα μας. Δυστυχώς έφυγε νωρίς ενώ τα τελευταία χρόνια της καριέρας του και της ζωής του ήταν ο Διευθυντής του National Geographic στην Ελλάδα.
Με αυτά που έχω μάθει είναι ότι, αυτή είναι η φύση του Μεσογειακού οικοσυστήματος με κυρίαρχο είδος το πεύκο που έχει χρόνο ζωής περίπου 80-100 χρόνια ανάλογα με την περιοχή. όταν το πευκοδάσος γεράσει είναι πολύ εύφλεκτο ενώ στον κύριο κορμό του και στα μεγάλα κλαδιά έχουν σχηματιστεί κουφάλες (ο λόγος που σπάγανε τα κλαδιά από το βάρος του χιονιού, τον φετινό χειμώνα).
Όταν το πεύκο καίγεται το καλοκαίρι, στις κουκουνάρες υπάρχουν εκατομμύρια ώριμα σπέρματα που προστατεύονται από τη φωτιά και στη συνέχεια εκσφενδονίζονται και με τις πρώτες βροχές φυτρώνουν. Ένα πευκοδάσος, αν το προστατεύσουμε, θα ξαναδημιουργηθεί σε 15-20 χρόνια. Το έλατο είναι διαφορετικό γιατί τα σπέρματά του ωριμάζουν τον Οκτώβρη. Πάλι όμως και το ελατοδάσος θα ξαναδημιουργηθεί σε περίπου 30 χρόνια.
Ο χειρότερος εχθρός του καμένου φυσικού δάσους είναι οι “πανιγυριτζήδηκες” δενδροφυτεύσεις. Επομένως προστασία του καμένου δάσους από βόσκηση, περιπάτους σε αυτό και η απαγόρευση οχημάτων μηχανές και εκτός δρόμου αυτοκίνητα, επειδή τα νεαρά φυτά είναι μικροσκοπικά και μόνο ένα έμπειρο μάτι μπορεί να τα δει. Αφήστε τα δάση να ξαναγίνουν να χαρούν τα παιδιά μας την πράσινη Γη.