Μια από τις καλύτερες «συντροφιές» για τις κρύες
ημέρες του χειμώνα,
αποτελεί αδιαμφισβήτητα ένα φλιτζάνι ζεστό
αφέψημα ή έγχυμα από το αγαπημένο μας βότανο.
Οι μέρες αυτές, μας έκαναν να αναζητήσουμε και πάλι τη
ζεστασιά του σπιτιού, να καλέσουμε φίλους και να βυθιστούμε στους αναπαυτικούς
μας καναπέδες.
Το κρύο, το τζάκι που καίει ασταμάτητα, μια ζεστή
κούπα τσάι ή σοκολάτα στα χέρια μας και φίλους να φέρνουμε χιλιάδες ιστορίες
παιδικές που ξεχάστηκαν με την πάροδο του χρόνου.
Έχετε ποτέ σκεφτεί τα παιδικά μας χρόνια;
Στιγμές
μοναδικές που ξετυλίγονται η μία μετά την άλλη σε μια φιλική μάζωξη από
παιδικούς φίλους.
Ευτυχισμένοι είναι όσοι έζησαν την παιδική τους ηλικία
στις αλάνες , στους δρόμους και στον αυλόγυρο σχολείων παίζοντας
μπάλα.
Όσοι κυλίστηκαν στην λάσπη και στο χώμα παίζοντας μακριά γαϊδούρα
αλλά και βόλους με μπίλιες από πέτρες και από γυαλί. Ποδιές μπλε με άσπρο
κολλαριστό γιακά να παίζουν σχοινάκι, μήλα, κρυφτό και άλλα τόσα αθώα
παιχνίδια. Μια απλή χαρτόκουτα μπορεί να ήταν πόλος έλξεις να
αρχίσει το παιχνίδι και τελειωμό να μην έχει.
Αχ μέχρι και κιμωλίες παίρναμε από τον πίνακα για να
χαράξουμε τετράγωνα και να παίξουμε κουτσό.
Φωνές, γέλια και μικρές – μικρές παρέες γέμιζαν τις
γειτονιές και τον αυλόγυρο για να αρχίσει το παιδικό ανέμελο παιχνίδι.
Τι να πρωτοθυμηθώ τα κουκλοθέατρα και τον Καραγκιόζη ή
το χούλα χουπ και τάκα – τάκα που γέμιζε τα δάχτυλα μαθητών και μαθητριών στο
διάλειμμα.
Αν με ρωτήσει κάποιος πώς ήταν μία συνηθισμένη μέρα
των παιδικών μου
χρόνων θα του πω ότι στα διαλείμματα παίζαμε κυνηγητό ή το χαλασμένο
τηλέφωνο κι όταν σχολάγαμε παίζαμε αμέτρητα άλλα παιχνίδια στην αυλή του
σχολείου. Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή.
Όταν επιστρέφαμε με τον αδερφό μου προς το σπίτι δεν
θυμάμαι να υπήρξε φορά που να μην πούμε «Όποιος φτάσει τελευταίος είναι
βλάκας!».
Τρώγαμε, διαβάζαμε ή κάναμε ότι διαβάζουμε χαχαχα, τα
απογεύματα φτιάχναμε δεντρόσπιτα και το απόγευμα ξεχυνόμασταν στους δρόμους,
όπου μας περίμενε όλη η γειτονιά για να παίξουμε κρυφτό σε περίμετρο τεσσάρων
οικοδομικών τετραγώνων.
Θυμάμαι ακόμα χιλιάδες ποιηματάκια που Καταρχήν πριν
ξεκινήσουν τα περισσότερα παιχνίδια, έπρεπε να αποφασιστεί ποιος θα παίξει
πρώτος.
«Α μπε μπα μπλομ, του κίθε μπλομ, α μπε μπα μπλομ του
κίθε μπλομ μπλιμ μπλομ» και σε κάποιες παραλλαγές ακολουθούσε το: «Πού θα πας
εκεί; Στη Βόρεια Αμερική να βρεις και τον Ερμή που παίζει μουσική».
«Ανέβηκα σ' ένα χωριό και είδα ένα γουρούνι το κοίταξα
καλά, καλά και μου΄φαγε τη μούρη. Γω γω γω, συ συ συ. Το γουρούνι είσαι
'συ!»
«Ένα δύο τρία, πήγα στην Κυρία μου 'δωσε ένα μήλο,
μήλο δαγκωμένο το 'δωσα στην κόρη έκανε αγόρι το 'βγαλε Θανάση σκούπα και
φαράσι»
Ψέματα , Ψέματα με το κρυφτό «Πέντε, δέκα,
δεκαπέντε…». Το κρυφτό είναι ο λόγος που μάθαμε την προπαίδεια του 5
Αχ ή άμα παίζαμε μακριά γαϊδούρα χαχαχα, Οι μισοί
συμμετέχοντες πρέπει να σκύψουν ο ένας μετά τον άλλο και οι υπόλοιποι παίρνουν
φόρα και πηδάνε από πάνω τους για να φτάσουν όσο πιο μακριά μπορούν. Όποιος
πέσει, ουπς χάνει!
Άντε τι λέτε να πάμε για μια αμπάριζα;
Η αμπάριζα παίζεται με δύο ομάδες. Η κάθε ομάδα ορίζει
ένα δέντρο για «αμπάριζα» ή «μάνα» και σκοπός της είναι να την προστατεύσει.
Ένα παιδί από κάθε ομάδα παίρνει φόρα και τρέχει προς την αντίπαλη ομάδα και ο
ένας προσπαθεί να αγγίξει τον άλλον. Όποιος προλάβει αιχμαλωτίζει τον αντίπαλο.
Το παιχνίδι συνεχίζεται μέχρι να μείνει ο τελευταίος παίκτης, ο οποίος πρέπει
να προστατέψει τη μάνα του από τους αντιπάλους. Μπορεί να προσπαθήσει να
ελευθερώσει τους αιχμάλωτους συμπαίκτες του για να τον βοηθήσουν, με ένα
άγγιγμα.
Τότε αυτοί φωνάζουν: «Παίρνω αμπάριζα και βγαίνω και κανένα δεν το
λέω.» Νικήτρια είναι η ομάδα που θα φυλακίσει όλους τους αντίπαλούς παίχτες.
Καλά θυμήθηκα μέχρι τα αγαλματάκια.
Παίζεται από τρία παιδιά και πάνω. Ένα παιδί κλείνει
τα μάτια και λέει «Αγαλματάκια ακούνητα, μέρα ή νύχτα;». Όσο το λέει τα άλλα
παιδιά κινούνται. Αν όμως ανοίξει τα μάτια του και κάποιο παιδί κουνιέται
ακόμα, τότε φυλάει εκείνο χαχαχα..
Κλέφτες και αστυνόμοι ποιός δεν το έπαιξε;
Δύο οι ομάδες.. Οι κλέφτες και οι αστυνόμοι. Οι
αστυνόμοι πρέπει να πιάσουν τους κλέφτες ακουμπώντας τους στην πλάτη και οι
κλέφτες προφυλάσσονται για να μην χάσουν να ακουμπήσουν την πλάτη στον τοίχο
ενώ για να κερδίσουν πρέπει να ακουμπήσουν στην πλάτη τους αστυνόμους.
Μπιζ ήταν το «Βίαιο» παιχνίδι αλλά πολύ διασκεδαστικό!
Κάποιος κλείνει τα μάτια του και ένας από τους
υπόλοιπους τον χτυπάει. Όταν
γυρνάει, όλοι φώναζαν «μπιζ» και σηκώνουν το ένα χέρι. Η «μάνα» τότε ανοίγει τα
μάτια και πρέπει να μαντέψει ποιος τον χτύπησε. Συνήθως την πλήρωναν οι
αδύναμοι χαχαχα.
Η μικρή Ελένη άλλο παιχνίδι συνήθως γυναικείο. Η μικρή
Ελένη κάθεται και κλαίει γιατί δεν την παίζουν οι φιλενάδες της. Σήκω επάνω,
κλείσε τα ματάκια σου και πιάσε όποιον θες. Και αυτό ακριβώς έπρεπε να
κάνει..
Τα μήλα ομαδικό παιχνίδι που χωρίζονται σε δύο
ομάδες. Η μία ομάδα είναι "μέσα" και η άλλη "έξω" , δηλαδή
εντός και εκτός ενός κύκλου. Τα παιδιά που είναι έξω ρίχνουν την μπάλα. Αν η
μπάλα ακουμπήσει κάποιο παιδί από μέσα, χάνει. Αν όμως την πιάσει, κερδίζει μια
ζωή ακόμα.
Χιλιάδες μα χιλιάδες παιχνίδια παίζαμε χωρίς κινητά,
τάμπλετ και χίλια αλλά μοντέρνα μέσα.
Σήμερα απλά βλέποντας παιδικά προγράμματα όταν
τα μικρά μας παιδιά ανοίγουν την τηλεόραση, σε πιάνει «φόβος» από τις πολύ
σκληρές μάχες που δίνει κάθε «παιδικός» ήρωας και αναρωτιέται κανείς πως
διασκεδάζει η παιδική ψυχούλα με όλα αυτά και τι σχέση έχουν με το αληθινό
παιχνίδι;
Παρακολουθώντας κανείς τα σημερινά παιδιά, να
βυθίζονται όλο και περισσότερο στους υπολογιστές, σε παιχνίδια που τα
παρασύρουν μέσα σε πλασματικούς κόσμους όπου προσπαθούν να σκοτώσουν, να
κυριεύσουν ή να κλέψουν με την βοήθεια του
φανταστικού και ανήθικου τις
περισσότερες φορές ήρωα τους, σκέπτομαι την εποχή που ήμουν στην ηλικία τους
και αλωνίζαμε τα σοκάκια στους κήπους, παίζοντας με τα δικά μας παιχνίδια.
Βέβαια, εάν αναλογιστούμε την μεγάλη χρονολογική
διαφορά, η σύγκριση είναι αδύνατη και συνάμα αδόκιμη, όμως οι συνειρμοί
έρχονται αυτόματα, ενώ οι απορίες των παιδιών για αυτά τα παιχνίδια τους
δημιουργούν χαμόγελα και μπορεί συμπάθεια βλέποντας τα δικά μας απλά παιχνίδια.
Σήμερα λόγω μεταξύ άλλων της αύξησης της
εγκληματικότητας ή ακόμα και του φόβου των γονιών, αλλά και κυρίως λόγω της
εδραίωσης των ηλεκτρονικών παιχνιδιών, τα παιχνίδια στις αλάνες τείνουν να
φθίνουν.
Εδώ φθάσαμε και ζευγάρια να βρίσκονται στον ίδιο χώρο
και ο κάθε ένας με ένα τάμπλετ στο χέρι να μην επικοινωνούν μεταξύ τους. Απλά
φέρεται στο μυαλό σας μια καθημερινή μέρα οικογενειακή στους καναπέδες του
σαλονιού να κάθετε η οικογένεια … Πλήρη σιγή, ακούς κάτι κλικ , κλακ και οθόνες
στα χεράκια όλων που απλά χαμογελούν με το τι
βλέπουν..
Ξαφνικά έφτασε και η ώρα να παν στα κρεβάτια τους και
τέλος στην ωραία οικογενειακή στιγμή…
Να χαρώ εγώ επικοινωνία και ωραία παιχνίδια... πόσο
τυχερή είμαστε όλοι εμείς της δεκαετίας του 50 – 60.
Προσδοκώντας λοιπόν να παρουσιάσω στα σημερινά παιδιά,
τα ξεχασμένα και χαμένα στον χρόνο παιχνίδια μας, αλλά και με την φιλοδοξία να
τα φέρουμε στη θύμηση αυτών που τα έπαιζαν.