Καμία άλλη εκκλησία σε καμία χώρα σ’ ολόκληρο τον κόσμο, κανένα άλλο οικοδόμημα
που υψώθηκε ποτέ από την τέχνη των ανθρώπων, δεν αποτέλεσε τόσο σημαντικό και
ουσιαστικό κομμάτι στη ζωή ενός έθνους. Στο όνομα της «Αγία Σοφία»
συμπυκνώνεται ολόκληρη η βυζαντινή ιστορία.
Η Αγία Σοφία αποτελεί τον επίσημο
χώρο λατρείας μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας όπου εκκλησία και κράτος ήταν ένα,
μιας αυτοκρατορίας που για πάνω από 1.100 χρόνια, ήταν η κληρονόμος και η
ισάξια της Ρώμης.
Κάποιοι πιστεύουν πως πρόκειται για το «θαύμα του
Βυζαντίου», ενώ κάποιοι άλλοι για το «θαύμα του κόσμου».
Ο θαυμασμός που ένιωθαν οι άνθρωποι όλων των χωρών και όλων
των κοινωνικών τάξεων, όταν βρισκόταν μπροστά στην Αγία Σοφία, είχε μέσα του
στοιχεία μαγείας. Αρκεί να ακούσει κανείς τους ξένους περιηγητές «Όντον ντε
Ντέϊγ, Βενιαμίν, Αντώνιος, Ρουϊ Γκονζάλεθ ντε Κλαβίχο, Ρομπέρ ντε Κλαρύ», που
επισκέπτονταν το Βυζάντιο την περίοδο του Μεσαίωνα.
Αποτελεί το αριστούργημα της Βυζαντινής αρχιτεκτονικής και
ταυτόχρονα ένα από εκείνα τα μνημεία, όπου οι χριστιανοί της εποχής, σύμφωνα με
τον Προκόπιο, πίστευαν ότι «ο ναός αυτός δεν είναι έργο ανθρώπινης προσπάθειας
ή τεχνικής, αλλά της επενέργειας Του Θεού».
Ο Ιουστινιανός ήταν αποφασισμένος να κτίσει ένα ναό που θα
ξεπερνούσε όλους τους άλλους σε λαμπρότητα.
Η σοφή διάταξη του θόλου, του τυμπάνου, των σφαιρικών
ημιθολίων, των αψίδων, η κατανομή του βάρους στα εσωτερικά αρχιτεκτονικά
μέλη, η τοποθέτηση αντερεισμάτων στους εξωτερικούς τοίχους, κατέληξαν στο
ανεπανάληπτο δημιούργημα της Αγίας Σοφίας στη Κωνσταντινούπολη.
Ο αρμονικός συνδυασμός των ποικιλόχρωμων μαρμάρων, που
συγκεντρώθηκαν από διάφορες περιοχές του κράτους, ο γλυπτικός διάκοσμος των
κιονόκρανων, των θωρακικών και άλλων αρχιτεκτονικών μελών ενέπνευσαν και τους
μεταγενέστερους τεχνίτες.
Το θαυμαστό μνημείο του Ανθεμίου του Τραλλιανού και του
Ισίδωρου του Μιλήσιου, έφερε το νέο καλλιτεχνικό μήνυμα στα πέρατα της
αυτοκρατορίας.
Η Αγία Σοφία αρχιτεκτονικά υπήρξε το πρώτο κτίριο το οποίο
συνδύασε το τετράγωνο σχέδιο των παραδοσιακών βασιλικών με τον κεντρικό τρούλο
των αυτοκρατορικών κτιρίων, όπως το Πάνθεον της Ρώμης.
Όπως γράφτηκε από τον E. Stein, η Αγία Σοφία μαζί με τον
Παρθενώνα και τον Άγιο Πέτρο της Ρώμης είναι από τα πιο ένδοξα μνημεία του
κόσμου.
Κατά μία έννοια η Αγία Σοφία διαφέρει από οποιοδήποτε άλλο
παλαιό μνημείο της Κωνσταντινούπολης. Οι άλλες αρχαιότητες της πόλης ανήκουν
ολοκληρωτικά στο παρελθόν και δεν έχουν μέλλον. Τα ταλαιπωρημένα τείχη του
Θεοδόσιου δεν θα μπορέσουν ποτέ πια να αντέξουν το σάλο του πολέμου. Πάνω από
το σπασμένο Όφι των Δελφών, στον Ιππόδρομο, κανείς χρησμός δεν θα περάσει πια
σ’ ένα μελλοντικό ικέτη.
Ο ρόλος τους στην ιστορία του κόσμου έχει τελειώσει.
Είναι αρχαία, κλασικά, σεβάσμια.
Ωστόσο, κάθε ημέρα που περνά μας απομακρύνει όλο και
περισσότερο απ’ τους καιρούς για τους οποίους χτίστηκαν και από τις αιτίες για
τις οποίες σχεδιάστηκαν.
Λίγοι από τους φτωχούς μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τον
πατριαρχικό ναό σαν τόπο της λατρείας τους, ενώ κανένας να διεισδύσει στο
ανακτορικό περιβάλλον.
Η Αγία Σοφία είχε σχεδόν την ίδια επίδραση, όση ο
αυτοκράτορας και ο Πατριάρχης στο να εμπνέει πίστη, η οποία σε τελευταία
ανάλυση ήταν η κύρια πηγή της ύπαρξης του Βυζαντίου.
Η Αγία Σοφία αποτελούσε τις αρτηρίες του Μεγάλου
Παλατιού και το αίμα της ζωής του. Η δύναμη αυτή δεν οφειλόταν αποκλειστικά
στην απαράμιλλη ομορφιά του εσωτερικού του αρχιτεκτονικού αυτού
αριστουργήματος. Βέβαια, ο μεγάλος τρούλος έδινε μία παραστατική εικόνα του
ουρανού.
Τα πλούσια σκεύη του και η πλούσια διακόσμηση του
καθρέφτιζαν μια σχεδόν ουράνια μεγαλοπρέπεια, αλλά η επίδραση του ναού δεν
οφείλεται αποκλειστικά στην ομορφιά της λειτουργίας που τελούσαν εκεί οι
ιερωμένοι ντυμένοι με πολύτιμη αμφίεση.
Περισσότερη σπουδαιότητα
είχαν τα πολυάριθμα λείψανα που είχαν συγκεντρωθεί εκεί με το πέρασμα των αιώνων,
αν και τα πιο ιερά από αυτά, το φόρεμα και η ζώνη της Παναγίας, είχαν
μεταφερθεί με διαταγή του Ιουστινιανού από την Εκκλησία των Αγίων Πέτρου και
Παύλου στην Εκκλησία της Παναγίας των Βλαχερνών. Όταν οι Λατίνοι κατέλαβαν την
Κωνσταντινούπολη, δεν δίστασαν να πάρουν τα πιο πολλά από τα κειμήλια της Αγίας
Σοφίας, όπως επίσης το φόρεμα και τη ζώνη της Παναγίας, έστω και αν
αυτά τα τελευταία θεωρούνταν Παλλάδιο της πρωτεύουσας.
Τα υπόλοιπα πολύτιμα
κειμήλια της πατριαρχικής εκκλησίας αποτελούνταν από έναν αριθμό θαυματουργών
εικόνων.
Ίσως εκείνην που είχε την πιο μεγάλη αξία απ’ όλες
ήταν το Άγιον Μανδήλιον, που το είχε αποκτήσει ο Ρωμανός Λεκαπηνός το 943
στην Έδεσσα και το είχε φέρει στην πρωτεύουσα θριαμβευτικά. Πολλοί ταπεινοί
προσκυνητές έχυναν δάκρυα μέσα από την ψυχή τους μπροστά στην εικόνα, όταν αυτή
είχε τοποθετηθεί σε τιμητική θέση μέσα στην Αγία Σοφία. Αλλά, η Αγία Σοφία σαν
Εκκλησία μητέρα της Ορθοδοξίας άνοιξε τους κόλπους της για τους Αγίους των
νεότερων ορθοδόξων κρατών, π.χ. παρουσίαζε την εικόνα των Αγίων αδελφών Βόρη
και Γκλέμπ, για να προσκυνούν οι προσκυνητές που έφταναν από τη Ρωσία.
Το 1935 η Αγιά Σοφιά μετατράπηκε σε μουσείο, παίρνοντας
ξεχωριστή θέση στην καρδιά και στην ιστορία των Ελλήνων.
Η τεχνική τελειότητα του ναού της Αγίας Σοφίας αποδεικνύεται
από το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα στέκει όρθιος, ύστερα από εκατό και πλέον
καταγραμμένους σεισμούς και ποιος ξέρει πόσους ακόμα που διέφυγαν την προσοχή
των ειδικών. Να σκεφτεί κανείς ότι σε λιγότερο από πέντε χρόνια, επί Πατριάρχου
Κωνσταντινουπόλεως Μηνά, η Αγία Σοφία ολοκληρώθηκε.
Τα εγκαίνια τελέστηκαν επίσημα με την ιουστινιάνεια
τελετουργική μεγαλοπρέπεια στις 22 ή 27 Δεκεμβρίου του 537. Ωστόσο, ο ιστορικός
Θεοφάνης και ο χρονογράφος Ι. Μαλάλας υποστηρίζουν πως πραγματοποιήθηκαν το
538.
Η μεγάλη λιτανεία ξεκίνησε από το ναό της Αγίας Αναστασίας,
πέρασε δίπλα από τον Ιππόδρομο και το Μεγάλο Ανάκτορο, μέσα από τον
Αυγουστεώνα και κατευθύνθηκε στη νότια πύλη του εσωτερικού νάρθηκα. Εκεί, ο
Ιουστινιανός αφού κατέβηκε από την άμαξα έβγαλε το στέμμα του, «μόνο τότε με τόση
ευχαρίστηση» και το απέθεσε στα χέρια του Πατριάρχη Μηνά. Όταν αντίκρισε από
τις Πύλες το απαστράπτον θέαμα του εσωτερικού του ναού, με τα μωσαϊκά, τα
πολυκάντηλα και τα ιερά άμφια του κλήρου κατελήφθη από άκρατο ενθουσιασμό
και σε ένα ξέσπασμα υπερφίαλης χαράς τρέχοντας στον άμβωνα και υψώνοντας τα
χέρια του στον ουρανό, αναφώνησε:
«Δόξα τω Θεώ, τω καταξιώσαντί με τοιουτον έργον αποτελέσαι.
Νενίκηκά σε Σολομών»,
θέλοντας έτσι να εκφράσει το θαυμασμό του για το μνημείο το
οποίο ήταν πιο θαυμαστό ακόμα κι από τον Ναό του Σολομόντα στα Ιεροσόλυμα.
Τα «θυρανοίξια» της Αγίας Σοφίας ακολούθησαν θυσίες χιλιάδων
ελαφιών, βοών, προβάτων, ορνίθων και διανομή χιλιάδων μοδιών σίτου στους
φτωχούς καθώς και πολυήμερη πανήγυρη.
Επιπλέον, εκατοντάδες κιλά χρυσάφι μοιράστηκαν στους
φτωχούς. Το πρωί των Χριστουγέννων ο ναός άνοιξε για να μπορέσει να
εκκλησιαστεί το κοινό. Οι ευχαριστίες και οι πανηγυρισμοί κράτησαν δύο
εβδομάδες περίπου.
Άντεξε και με επιβλητικότητα αγναντεύει το Ελληνικό Αιγαίο
σαν να μας προσκαλεί και να μας λέει ..
«Υπάρχω και θα Υπάρχω όσο βασανιστήρια
και να περάσω.»
Δεν ήταν τυχαίο η επιλογή του ονόματος Της αγίας.
Η Αγία
Σοφία και οι τρεις θυγατέρες της Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη μαρτύρησαν στα χρόνια
του αυτοκράτορα Αδριανού (117 – 138 μ.Χ.).
Οι τρεις θυγατέρες της Αγίας Σοφίας, πήραν τα ονόματα τους
από το χωρίο της Καινής Διαθήκης: «νυνὶ δὲ μένει
πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα·
μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη.»
Έτσι και εμείς δεν έχουμε παρά να προσκυνούμε και να παρακαλάμε
στα τρία ευλογημένα αγαθά « την Πίστη, την Ελπίδα και την Αγάπη» να μας την
παραδώσουν πίσω άσπιλη και αμόλυντη για να ηχήσουν οι καμπάνες της σ όλη την υφήλιο,
ότι τα τρία αγαθά μετά από βασανισμούς βγήκαν στο ουράνιο φως.