Το έθιμο καλεί στο Ορθόδοξο οικογενειακό τραπέζι την ημέρα της 25η Μαρτίου να
προσφέρεται μπακαλιάρος με την συνοδεία σκορδαλιάς.
Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι
η παλαιότερη και πιο αυστηρή χρονική περίοδος νηστείας για την ορθόδοξη
εκκλησία. Στην έναρξη της καθιέρωσης της, περίπου τον 4ο αιώνα μ.Χ.,
προβλεπόταν μάλιστα κατά τα μοναχικά πρότυπα ξηροφαγία, με τους πιστούς να
τρώνε μόνο μια φορά την ημέρα κι αυτή μετά τις 3 το μεσημέρι. Μέσα στην περίοδο
της Τεσσαρακοστής η νηστεία διαφοροποιείται, τρεις φορές, δίνοντας μια ευκαιρία
στους πιστούς για ενδυνάμωση μιας και η νηστεία αυτή είναι η πιο αυστηρή.
Η πρώτη από αυτές τις εξαιρέσεις είναι ανήμερα της εορτής του Ευαγγελισμού της
Θεοτόκου, όπως έχει καθιερωθεί η 25η Μαρτίου. Πρόκειται για μια χαρμόσυνη εορτή
μέσα στην περίοδο του πένθους της Σαρακοστής και επειδή είναι θεομητορική
εορτή, αφιερωμένη στην Παναγία και ως εκ τούτου ιδιαίτερα σημαντική,
καταλύονται το ψάρι, το έλαιο και ο οίνος.
Όσον αφορά τη δεύτερη ημέρα διαφοροποίησης της νηστείας, αυτή είναι η Κυριακή των Βαΐων, η οποία είναι Δεσποτική εορτή, αφιερωμένη δηλαδή στον επίγειο βίο του Ιησού, οπότε οι πιστοί καταναλώνουν και πάλι ψάρι, λάδι και κρασί.
Κατάλυση του λαδιού γίνεται και τη Μεγάλη Πέμπτη, εις ανάμνηση της παραδόσεως του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας από τον Ιησού Χριστό. Μάλιστα, τη Μεγάλη Πέμπτη τελείται και η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, η οποία τελείται μόλις 10 φορές το χρόνο.
Όσον αφορά τη δεύτερη ημέρα διαφοροποίησης της νηστείας, αυτή είναι η Κυριακή των Βαΐων, η οποία είναι Δεσποτική εορτή, αφιερωμένη δηλαδή στον επίγειο βίο του Ιησού, οπότε οι πιστοί καταναλώνουν και πάλι ψάρι, λάδι και κρασί.
Κατάλυση του λαδιού γίνεται και τη Μεγάλη Πέμπτη, εις ανάμνηση της παραδόσεως του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας από τον Ιησού Χριστό. Μάλιστα, τη Μεγάλη Πέμπτη τελείται και η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, η οποία τελείται μόλις 10 φορές το χρόνο.
Η θεομητορική Εορτή του Ευαγγελισμού που περιλαμβάνεται στο δωδεκάορτο είναι η
μόνη από τις πέντε μεγάλες θεομητορικές εορτές που βασίζεται στην Καινή Διαθήκη.
Οι υπόλοιπες βασίζονται στην απόκρυφη γραμματεία. Πότε άρχισε να εορτάζεται ο
Ευαγγελισμός δεν γνωρίζουμε. Εμφανίζεται η εορτή στη Συρία, την Μ. Ασία και την
Κωνσταντινούπολη πριν το 431. Το 560 ο Ιουστιανιανός ο Α' πρόβαλε την 25η
Μαρτίου ως την κατάλληλη ημέρα για τον εορτασμό του Ευαγγελισμού.
Υπήρχαν οι έξης βασικοί λόγοι για την καθιέρωση της 25 Μαρτίου ως ημέρας εορτασμού του Ευαγγελισμού.
Η ήμερα της συλλήψεως του Ιωάννη του Προδρόμου (24 Σεπτεμβρίου) συνέπιπτε με τη φθινοπωρινή ισημερία, δεδομένου ότι την ήμερα αυτή, που οι Εβραίοι εόρταζαν την εορτή του Εξιλασμού, δέχθηκε ο Ζαχαρίας από τον αρχάγγελο Γαβριήλ το μήνυμα ότι θα αποκτήσει γιό.
Επομένως, ο Ευαγγελισμός έγινε έξι μήνες αργότερα, η ημερομηνία αυτή συνέπιπτε με την εαρινή ισημερία, δηλαδή στις 25 Μαρτίου, και η Γέννηση του Χριστού καθορίστηκε εννέα μήνες μετά, δηλαδή στις 25 Δεκεμβρίου, στο χειμερινό ηλιοστάσιο.
Υπήρχαν οι έξης βασικοί λόγοι για την καθιέρωση της 25 Μαρτίου ως ημέρας εορτασμού του Ευαγγελισμού.
Η ήμερα της συλλήψεως του Ιωάννη του Προδρόμου (24 Σεπτεμβρίου) συνέπιπτε με τη φθινοπωρινή ισημερία, δεδομένου ότι την ήμερα αυτή, που οι Εβραίοι εόρταζαν την εορτή του Εξιλασμού, δέχθηκε ο Ζαχαρίας από τον αρχάγγελο Γαβριήλ το μήνυμα ότι θα αποκτήσει γιό.
Επομένως, ο Ευαγγελισμός έγινε έξι μήνες αργότερα, η ημερομηνία αυτή συνέπιπτε με την εαρινή ισημερία, δηλαδή στις 25 Μαρτίου, και η Γέννηση του Χριστού καθορίστηκε εννέα μήνες μετά, δηλαδή στις 25 Δεκεμβρίου, στο χειμερινό ηλιοστάσιο.
Επί πλέον είχε επικρατήσει η άποψη ότι ο θάνατος του Χριστού συνέβη στις 25
Μαρτίου και επειδή ο Κύριος, ως τέλειος κατά πάντα άνθρωπος, έπρεπε να είχε
συλληφθεί την ήμερα του σταυρικού θανάτου του. Τέλος η 25 Μαρτίου πίστευαν ότι
ήταν η πρώτη ήμερα του κόσμου και ως εκ τούτου θα έπρεπε να είναι και η ήμερα
της Γεννήσεώς του.
Η χαρμόσυνη εορτή εορτάζεται μέσα στη Μ. Τεσσαρακοστή, περίοδο πένθους, κατά την οποία απαγορεύεται η τέλεση εορτών και πανηγύρεων. Με τον 52ο κανόνα της Πενθέκτης Οικ. Συνόδου επιτράπηκε ως εξαίρεση η εορτή του Ευαγγελισμού κατά την οποία τελείται η θεία λειτουργία του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου και όχι η λειτουργία των προηγιασμένων. Κατά την εορτή τρώνε ψάρι και στην περίπτωση ακόμη που ο Ευαγγελισμός πέσει μέσα στην Μ. Εβδομάδα.
Στην Κωνσταντινούπολη, κατά το έθιμο, την ήμερα του Ευαγγελισμού ο αυτοκράτορας με πομπή από την Αγία Σοφία πήγαινε στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου εν τω Φόρω και από εκεί κατέληγε στο ναό της Θεοτόκου των Χαλκοπρατείων, όπου γινόταν μεγαλοπρεπής εορτασμός.
Στην ελληνική λαογραφική παράδοση τα έθιμα που σχετίζονται με την εορτή του Ευαγγελισμού βασίζονται στην αντίληψη ότι με την εορτή αύτη αρχίζει η άνοιξη και επιστρέφουν τα χελιδόνια. Γι' αυτό τα παιδιά βγάζουν από το χέρι τους τον «Μάρτη» και τον αφήνουν στα δέντρα να τον πάρουν τα χελιδόνια.
Σε πολλά μέρη υποδέχονται την 25η Μαρτίου με τραγούδια και με κωδωνισμούς επιδιώκουν να εκδιώξουν τα ερπετά, οι νοικοκυρές δεν κάνουν δουλειές στο σπίτι ή ζυμώνουν μικρές πίτες και βάζουν σε μια απ' αυτές ένα νόμισμα, για να το βρει ο τυχερός, όπως στην Πρωτοχρονιά. Οι μελισσοτρόφοι πρωτοβγάζουν τις κυψέλες στο ύπαιθρο, οι κτηνοτρόφοι μετακινούν τα κοπάδια τους από τα χειμαδιά στα ορεινά μέρη, οι Σαρακατσάνοι «αρματώνουν» τα κοπάδια τους με τα κυπροκούδουνα κ.ά.»
Η χαρμόσυνη εορτή εορτάζεται μέσα στη Μ. Τεσσαρακοστή, περίοδο πένθους, κατά την οποία απαγορεύεται η τέλεση εορτών και πανηγύρεων. Με τον 52ο κανόνα της Πενθέκτης Οικ. Συνόδου επιτράπηκε ως εξαίρεση η εορτή του Ευαγγελισμού κατά την οποία τελείται η θεία λειτουργία του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου και όχι η λειτουργία των προηγιασμένων. Κατά την εορτή τρώνε ψάρι και στην περίπτωση ακόμη που ο Ευαγγελισμός πέσει μέσα στην Μ. Εβδομάδα.
Στην Κωνσταντινούπολη, κατά το έθιμο, την ήμερα του Ευαγγελισμού ο αυτοκράτορας με πομπή από την Αγία Σοφία πήγαινε στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου εν τω Φόρω και από εκεί κατέληγε στο ναό της Θεοτόκου των Χαλκοπρατείων, όπου γινόταν μεγαλοπρεπής εορτασμός.
Στην ελληνική λαογραφική παράδοση τα έθιμα που σχετίζονται με την εορτή του Ευαγγελισμού βασίζονται στην αντίληψη ότι με την εορτή αύτη αρχίζει η άνοιξη και επιστρέφουν τα χελιδόνια. Γι' αυτό τα παιδιά βγάζουν από το χέρι τους τον «Μάρτη» και τον αφήνουν στα δέντρα να τον πάρουν τα χελιδόνια.
Σε πολλά μέρη υποδέχονται την 25η Μαρτίου με τραγούδια και με κωδωνισμούς επιδιώκουν να εκδιώξουν τα ερπετά, οι νοικοκυρές δεν κάνουν δουλειές στο σπίτι ή ζυμώνουν μικρές πίτες και βάζουν σε μια απ' αυτές ένα νόμισμα, για να το βρει ο τυχερός, όπως στην Πρωτοχρονιά. Οι μελισσοτρόφοι πρωτοβγάζουν τις κυψέλες στο ύπαιθρο, οι κτηνοτρόφοι μετακινούν τα κοπάδια τους από τα χειμαδιά στα ορεινά μέρη, οι Σαρακατσάνοι «αρματώνουν» τα κοπάδια τους με τα κυπροκούδουνα κ.ά.»
Το έθιμο του μπακαλιάρου
Παραδοσιακό έδεσμα της ημέρας του Ευαγγελισμού, η οποία έχει μεγάλη σημασία για τον Ελληνισμό, καθώς συμπίπτει από το 1838 με τον εορτασμό της Επανάστασης του 1821, είναι ο μπακαλιάρος και μάλιστα συνοδεία της γνωστής σκορδαλιάς.
Η εξήγηση για τη γευστική αυτή συνήθεια είναι αρκετά απλή κι έχει να κάνει κυρίως με την αδυναμία των κατοίκων της ενδοχώρας να προμηθεύονται άμεσα και οικονομικά φρέσκο ψάρι. Παρά το ότι ο μπακαλιάρος δεν είναι ένα «ελληνικό» ψάρι, καθώς αλιεύεται κυρίως στις ακτές του βορειοανατολικού Ατλαντικού, το γεγονός ότι γίνεται παστός τον καθιστά ένα τρόφιμο φθηνό κι εύκολο στη συντήρηση.
Η ιστορία του μπακαλιάρου ξεκινάει με την εποχή των Βίκινγκς, όπου πρωτοεμφανίστηκε σαν εμπορικό προϊόν περί το 800 μ.Χ. Μάλιστα, λέγεται ότι κυνηγώντας βακαλάους, οι Βίκινγκς ανακάλυψαν κατά λάθος το «νέο κόσμο».
Πρώτοι τον πάστωσαν οι Βάσκοι, που ξεκίνησαν το εμπόριο του μπακαλιάρου από το Μεσαίωνα και τον ονόμασαν «ψάρι του βουνού», ενώ στη χώρα μας, ήρθε τον 15ο αιώνα και στο ελληνικό τραπέζι μπήκε κατά τη διάρκεια της σαρακοστιανής νηστείας.
Παραδοσιακό έδεσμα της ημέρας του Ευαγγελισμού, η οποία έχει μεγάλη σημασία για τον Ελληνισμό, καθώς συμπίπτει από το 1838 με τον εορτασμό της Επανάστασης του 1821, είναι ο μπακαλιάρος και μάλιστα συνοδεία της γνωστής σκορδαλιάς.
Η εξήγηση για τη γευστική αυτή συνήθεια είναι αρκετά απλή κι έχει να κάνει κυρίως με την αδυναμία των κατοίκων της ενδοχώρας να προμηθεύονται άμεσα και οικονομικά φρέσκο ψάρι. Παρά το ότι ο μπακαλιάρος δεν είναι ένα «ελληνικό» ψάρι, καθώς αλιεύεται κυρίως στις ακτές του βορειοανατολικού Ατλαντικού, το γεγονός ότι γίνεται παστός τον καθιστά ένα τρόφιμο φθηνό κι εύκολο στη συντήρηση.
Η ιστορία του μπακαλιάρου ξεκινάει με την εποχή των Βίκινγκς, όπου πρωτοεμφανίστηκε σαν εμπορικό προϊόν περί το 800 μ.Χ. Μάλιστα, λέγεται ότι κυνηγώντας βακαλάους, οι Βίκινγκς ανακάλυψαν κατά λάθος το «νέο κόσμο».
Πρώτοι τον πάστωσαν οι Βάσκοι, που ξεκίνησαν το εμπόριο του μπακαλιάρου από το Μεσαίωνα και τον ονόμασαν «ψάρι του βουνού», ενώ στη χώρα μας, ήρθε τον 15ο αιώνα και στο ελληνικό τραπέζι μπήκε κατά τη διάρκεια της σαρακοστιανής νηστείας.
Ο μπακαλιάρος έφτασε στο ελληνικό τραπέζι περί τον 15ο αιώνα και καθιερώθηκε
άμεσα ως το εθνικό φαγητό της 25ης Μαρτίου, καθώς με εξαίρεση τα νησιά μας, το
φρέσκο ψάρι αποτελούσε πολυτέλεια για τους φτωχούς κατοίκους της ηπειρωτικής
Ελλάδας. Έτσι, ο παστός μπακαλιάρος, που δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη συντήρηση,
αποτέλεσε την εύκολη και φθηνή συνάμα λύση, ένα έθιμο που κρατά μέχρι τις μέρες
μας.
Ιστορικά, εκείνοι που έστελναν στην Ελλάδα μεγάλες ποσότητες μπακαλιάρου ήταν οι Άγγλοι, οι οποίοι τον αντάλλασσαν με σταφίδες.
Ιστορικά, εκείνοι που έστελναν στην Ελλάδα μεγάλες ποσότητες μπακαλιάρου ήταν οι Άγγλοι, οι οποίοι τον αντάλλασσαν με σταφίδες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου