Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2018

Μουσείο Μεταξιού στο Σουφλί



Ως Δρόμος του Μεταξιού είναι γνωστό το δίκτυο των εμπορικών δρόμων μεταξύ της Κίνας και των κρατών που βρίσκονται στα δυτικά και στα νότια αυτής. Το δίκτυο αυτό απλωνόταν σε ολόκληρη την Ασιατική ήπειρο, με έναρξη την Κίνα και προορισμό την Ινδία, την Περσία και τις περιοχές της Μεσογείου, ενώ παράλληλα, μέσω του Ινδικού Ωκεανού, τα προϊόντα μεταφέρονταν μέσω των θαλάσσιων διαδρομών προς την Ινδοκίνα, την Ινδία, την Αραβική χερσόνησο και τις χώρες της ανατολικής Αφρικής. Ο Δρόμος του μεταξιού υπήρξε το σημαντικότερο εμπορικό δίκτυο από την Αρχαιότητα, μέχρι την σταδιακή εγκατάλειψή του μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453.
Η ονομασία «Δρόμος του Μεταξιού» Seidenstraße, χρησιμοποιήθηκε επίσημα για πρώτη φορά από τον Γερμανό γεωγράφο Φερδινάνδο φον Ριχτχόφεν, τον 19ο αιώνα. Το όνομα προέρχεται από ένα από τα πιο προσοδοφόρα προϊόντα που διακινούσε η Κίνα, το κινέζικο μετάξι, η εμπορική εκμετάλλευση του οποίου ξεκίνησε σε εντατική μορφή την περίοδο της Δυναστείας των Χαν, μετά τις εξερευνήσεις του Τσανγκ Τσιάν.
Μέσω του Δρόμου του μεταξιού διακινούνταν, μετάξι, μπαχαρικά, γυαλί, πορσελάνη, πολύτιμοι λίθοι και πολλά άλλα είδη πολυτελείας. Μέσω αυτών των διαδρομών έφτασε στους Ευρωπαίους η γνώση του χαρτιού και της πυρίτιδας από την Κίνα.
Η σημασία του Δρόμου του Μεταξιού εκτός από την εμπορική και οικονομική του πλευρά, έχει να κάνει και με την πολιτική επιρροή του όσο και την τεράστια πολιτιστική του σημασία. Κατά μήκος του Δρόμου αναπτύχθηκαν σημαντικοί πολιτισμοί, ενώ αποτέλεσε δίοδο για την εξάπλωση του Βουδισμού στην Κίνα και την Ιαπωνία και του Χριστιανισμού στις ανατολικής περιοχές καθώς και την εξάπλωση του Ισλάμ και την κορύφωση των επιτευγμάτων του Ισλαμικού πολιτισμού. Η απότομη μείωση των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ Ανατολής και Δύσης που ακολούθησε την εγκατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τον 15ο αιώνα, οδήγησε στην ανάγκη εύρεσης νέων διαδρομών, κάτι που τελικά οδήγησε στην ανακάλυψη του Νέου Κόσμου.
Στις μέρες μας έχουν τεθεί από τη Κίνα σχέδια αναβίωσης του Δρόμου του Μεταξιού δημιουργώντας ένα διευρυμένο σιδηροδρομικό δίκτυο το οποίο θα ενώνει την Κίνα με την Ευρώπη, με στόχο την φτηνότερη διακίνηση εμπορικών αγαθών ή βιομηχανικών προϊόντων.
Όταν, το 550 μ.Χ. κινέζοι μοναχοί έφεραν το μετάξι από την Κίνα απ' όπου απαγορεύονταν δια θανάτου η έξοδος τόσο μεταξοσκώληκα, όσο και μουριάς στην Κωνσταντινούπολη, άρχισε να αναπτύσσεται η σηροτροφία κατά τη διάρκεια της βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Ένα από τα πιο ισχυρά κέντρα ανάπτυξής της ήταν το Σουφλί, όπου μάλιστα στα τέλη του 19ου αιώνα, η σηροτροφία αποτελούσε την κύρια ενασχόληση των κατοίκων της περιοχής. Το Σουφλί ήταν το κέντρο επεξεργασίας και διακίνησης της παραγωγής και στα μέσα του 20ου αιώνα, τα μεταξωτά υφαντά του έκαναν το γύρο του κόσμου και έγιναν ονομαστά για την ποιότητα και την τέχνη τους.
Η μοναδική αυτή τοπική παράδοση, αποτυπώνεται τέλεια στο Μουσείο Τέχνης Μεταξιού που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης του Σουφλίου και το οποίο δημιουργήθηκε με πολύ αγάπη και μεράκι, από τον Οίκο μεταξιού Τσιακίρη, που εδώ και 60 χρόνια δραστηριοποιείται στην παραγωγή και επεξεργασία μετάξι στο Σουφλί.
Σκοπός του μουσείου είναι να αναδείξει και να διασώσει την πλούσια παράδοση της περιοχής στη μεταξουργία.
Πρωτότυπα εκθέματα σε συνδυασμό με την σύγχρονη τεχνολογία, οδηγούν τον επισκέπτη βήμα προς βήμα σε ένα ταξίδι τόσο μοναδικό όσο και ίδιο το μετάξι.
Πρόκειται για ένα «ζωντανό» θεματικό μουσείο παραγωγής και επεξεργασίας του μεταξιού, που στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτήριο του 1886, το οποίο αναπαλαιώθηκε και εγκαινιάστηκε τον Σεπτέμβριο του 2008. Το μουσείο λειτουργεί σε 4 αίθουσες:
α) Σηροτροφία – Αναπήνιση (το «κλωστήριο» του μεταξιού, όπου το κουκούλι ξετυλίγεται σε νήμα),
β) Υφαντουργεία – Βαφική,
γ) Ενημέρωσης και μικρομηχανών και τέλος
δ) υποδοχή – πωλητήριο. 
Για την αποκατάσταση του κτηρίου χρησιμοποιήθηκαν μόνο φυσικά υλικά όπως σίδερο, ξύλο και κουρασάνι. 
Μοναδικά αριστουργήματα του χώρου όπως οι βαριές σιδερένιες πόρτες, τα παραθυρόφυλλα καθώς και η τοιχογραφία στο δωμάτιο του βαφείου, βρέθηκαν, συντηρήθηκαν και παρουσιάζονται σήμερα ακριβώς όπως ήταν κατά την ανέγερση του κτηρίου.
Τα εκθέματα που παρουσιάζονται στο Μουσείο Τέχνης Μεταξιού προέρχονται από την βιοτεχνία των Αφων Τσιακίρη καθώς και κάποια παλαιότερα, όπως εργαλεία και μηχανήματα που χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για την παραγωγή του μεταξιού, τα οποία δόθηκαν στο μουσείο με δωρεές.
Ο συνδυασμός εκθεμάτων και video, τα οποία προβάλλονται σε οθόνες καθώς και σε υπολογιστές χειρός (PDA), κάνει την ξενάγηση στο μουσείο μια 
 μοναδική και πλούσια εμπειρία για τον επισκέπτη. Καθ’ όλη την διάρκεια του έτους πραγματοποιούνται εκτροφές μεταξοσκώληκα έτσι ώστε ο επισκέπτης να γνωρίσει το μοναδικό αυτό έντομο από κοντά.
Στους χώρους του μουσείου λειτουργεί πωλητήριο με συλλογή μεταξωτών και παραδοσιακών προϊόντων της περιοχής του Σουφλίου.

Ένα από τα πιο γλυκά παραμύθια που αξίζει την προσοχή μας...



Γιατί στα παραμύθια κρύβονται οι μεγαλύτερες αλήθειες της ζωής!
Ήταν που λέτε μια φορά κι ένα καιρό ένα σκιουράκι. Ούτε όμορφο, ούτε άσχημο. Ούτε έξυπνο, ούτε κουτό. Ένα συνηθισμένο σκιουράκι ήτανε, που θα 'μοιαζε μ' όλα τα άλλα, αν δεν είχε μια παράξενη συνήθεια. Μόλις σουρούπωνε, το έσκαγε από τη φωλιά του και πήγαινε και στηνότανε στην άκρη του δάσους, δίπλα στο ποτάμι, καρτερώντας τα ζώα που πήγαιναν να πιουν νερό...
Περνούσαν λέαινες, ζαρκάδια κι αρκούδες και λαγοί κι ασβοί και βατραχάκια... Το σκιουράκι ένιωθε πως με όλα έμοιαζε λιγάκι, πως όλα τους είχανε κάτι όμορφο, κάτι ξεχωριστό. Έτσι, τα σταματούσε όλα, τα κοίταζε στα μάτια και τα ρωτούσε:
- Μπορείς να μ' αγαπάς;
Τα πιο πολλά γελούσαν. Αλλά δεν έμπαιναν στον κόπο να απαντήσουν. Και άλλα του απαντούσαν: Δεν έχω χρόνο... Και άλλα του απαντούσαν: δεν ξέρω τι είναι ν' αγαπάς...
Κι αυτό γινόταν κάθε σούρουπο κι έτσι είχαν τα πράγματα, ώσπου μια μέρα, το σκιουράκι ξαναρώτησε και τότε ένας ασβός του χαμογέλασε και του είπε: 
- Μπορώ. Έλα να αγαπηθούμε.
- Μπορείς; Πόσο χαίρομαι! Πες μου, όμως, τι πα να πει ν' αγαπηθούμε;
- Λοιπόν, το πιο σπουδαίο είναι να μη βιαστείς να καταλάβεις. Και τώρα άκου: Ν' αγαπηθούμε, πρώτα-πρώτα πά' να πει να κοιταζόμαστε στα μάτια.
Κι έτσι κοιταζόταν στα μάτια για μερόνυχτα...
- Τώρα αγαπιόμαστε;
- Όχι βέβαια. Αλίμονο αν ήταν τόσο απλό.
Ν' αγαπηθούμε πά' να πει να φτιάξουμε κάτι μαζί.
Κι έφτιαξαν πράγματα μαζί. Κι ήταν τόσο χαρούμενα!...
- Τι ωραίο να σ' αγαπάω! Τώρα δεν αγαπιόμαστε;
- Όχι ακόμα. Γιατί ν' αγαπηθούμε πα να πει και να 'χουμε κάτι ο ένας απ' τον άλλον. Δώσε μου λίγο απ' το καστανόμαυρο τρίχωμά σου κι εγώ θα σου δώσω από το κίτρινο των ματιών μου.
Κι έκαναν έτσι... 
Το σκιουράκι καθρεφτίστηκε στα μάτια του ασβού και καμάρωσε την κίτρινη λάμψη τους στα δικά του μάτια. Κι ύστερα του χάρισε το πιο γλυκό καστανόμαυρο τρίχωμα που είχε στην πλάτη του.
- Τώρα αγαπιόμαστε;
- Όχι, όχι ακόμα. Μας μένει το πιο δύσκολο. Πρέπει να αγκαλιαστούμε σφιχτά, πολύ σφιχτά, και να τρέξουμε στον ήλιο, καβαλώντας μιαν αχτίδα από φως. Έλα, με το ένα, με το δύο, με το τρία, να προλάβουμε αυτήν εκεί την αχτίδα.
- Ένα, δύο, τρία, εεεεεεεεεεεεεε... ωπ!
- Τώρα αγαπιόμαστε;
- Τώρα ναι αγαπιόμαστε.
Και που λέτε, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, κάπως έτσι έγινε κι έτρεχαν για τον ήλιο. Κι άρχισε να πέφτει βροχή, γλυκιά σα μέλι. Ήταν τα δάκρυα της χαράς τους, που απ' την τεράστια ταχύτητα - που ζάλισε όλα τα πουλιά κι όλα τ' αστέρια - έγιναν ένα... Κι ύστερα βγήκε ένα ουράνιο τόξο τόσο λαμπερό, που όλοι στη γη βάλανε το χέρι πάνω από τα μάτια να μην τυφλωθούνε, κι αναρωτιόντουσαν τι είχε συμβεί πάνω απ' τα σύννεφα...
Και πέρασε καιρός. Να 'τανε χρόνια, να 'τανε ένα λεπτό μονάχα, κανένας δε θα μπορούσε να μας πει, γιατί ο χρόνος ήταν άχρονος, μέχρι που ο ασβός ψιθύρισε: 
- Κουράστηκα. Μη σου κακοφανεί. Μπορεί και να ζαλίστηκα απ' το τρέξιμο. Θα 'θελα να γυρίσω πίσω.
- Κουράστηκες; Όμως, δεν τρέχουμε πατώντας στο χώμα. Είναι το φως που μας κρατά ...;και είναι σαν να πετάμε δίχως κούραση να καταπονεί τα μικρά μας πόδια. Δεν είναι κουραστικό.
- Για μένα είναι. Έπειτα το 'χω ξανακάνει. Λίγοι το αντέχουν δεύτερη φορά. Είν' επικίνδυνο. Γυρίζω πίσω...
Αυτά είπε. Και με μεγάλη ευκολία, πήδηξε σ' ένα μετεωρίτη που κατέβαινε στη γη και χάθηκε...
- Μη φεύγεις, φώναξε το σκιουράκι. Φοβάμαι πως δε θα μπορέσω ποτέ πια να σταματήσω, κι είναι αστείο να τρέχω μόνος μου στον ουρανό...
Όμως, τη φωνή του την άκουσε μονάχα το σκοτάδι, κι ίσως δε σας τ' ορκίζομαι το φεγγαράκι που πρόβαλε πίσω από ένα σύννεφο δειλά.
- Εεεεεεε... ωωωωωωωωωωπ... Είναι κανείς εδώ;
Δεν έχει νόημα πια να πάω στον ήλιο. Ποιος θα μπορούσε να μου πει πώς θα ξαναγυρίσω πίσω;
Αλλά το σύμπαν εκείνη τη στιγμή ήτανε άδειο, κι έτσι απάντηση δεν πήρε πάρα μόνο σιωπή.
- Μου φαίνεται πως τώρα τρέχω πιο γρήγορα από πρώτα.
Κι άρχισα να κρυώνω. Κι αν τρέχω έτσι μόνο μου για πάντα; Εεεεεεε... με ακούει κανείς;... Βοήθεια! Δεν είναι κανείς εδώ;
Τότε, μια μικρή φωνούλα έφτασε στ' αφτιά του, τόσο γλυκιά και σιγανή σα να 'βγαινε από μέσα του.
- Ψιτ, ψιτ! Σκιουράκι! 
- Μου μίλησε κανείς; Τίποτε δεν βλέπω.
- Ψιτ, εδώ δίπλα στην κοιλιά σου. Είμαι η ηλιαχτίδα που σε μετέφερε μαζί με τον ασβό βόλτα στον Γαλαξία.
Ακόμα πάνω μου τρέχεις. Άκου. Μόνο εγώ μπορώ να σε γυρίσω πίσω. Πρώτα θα μπούμε σε τροχιά γύρω από τη γη, ύστερα σιγά-σιγά θα κατέβουμε. Μόνο που 'χω τρέξει άπειρα χιλιόμετρα κι η ενέργειά μου έχει σχεδόν εξαντληθεί. Για να γυρίσουμε πρέπει να θυσιάσεις κάτι από σένα, να το καίω, να γεμίζω τις μπαταρίες μου, να προχωράμε...
- Ότι πεις. Τι θες να θυσιάσω;
- Ξέρω κι εγώ; Το τρίχωμά σου, τις μικρές πατούσες σου, ένα κομμάτι από την καρδιά σου...
- Το τρίχωμά μου, οι πατούσες μου, δικά σου. Μόνο που καρδιά δεν έχω πια. Την πήρε ο ασβός μαζί του. Κι αυτό δεν αλλάζει...
- Εντάξει, παίρνω τις μικρές σου πατούσες , δεν το θέλω μα δεν γίνεται αλλιώς. Ελπίζω να μας φτάσουν. Έκαψε την πρώτη... Πονάς το ξέρω. Μην κλαις, δεν το αντέχω. Ησύχασε. Κρατήσου τώρα. Αλλάζουμε πορεία.
Κι έτσι μπήκανε σε τροχιά... Το σκιουράκι μ' ένα πόδι, κοίταζε τη γη - τόσο μικρούλα - κι όμως του φαινότανε πως διέκρινε στο δάσος τον ασβό του.
Κι ήταν το κέντρο της γης ο ασβός γι' αυτό. Μόνο εκείνος μέτραγε εκεί κάτω. Τίποτα άλλο. 
- Παράξενο να μπαίνεις σε τροχιά. Το κέντρο της ζωής σου είν' αυτό το κάτι που τρέχεις γύρω του. Κι όμως είναι άσκοπο να τρέχεις, γιατί δεν μπορείς να το φτάσεις, ούτε και να ξεφύγεις απ' αυτό...
- Σσσσσσστ! Μη μιλάς, δάγκωσε τα χείλη, είπε η ηλιαχτίδα.
Συνέχισε να καίει τα μικρά ποδαράκια του σκίουρου. Καταβαίνουμε...
Κι αρχίσανε να κατεβαίνουν κάνοντας τούμπες στον αέρα, μέσα σε ρεύματα τόσο τρελά, που όλα δείχνουν πως δίχως άλλο θα γκρεμοτσακιστούνε. Το σκιουράκι δίχως πόδια, κι η γη να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, το δάσος να φαίνεται πια καθαρά, τα δένδρα, τα πουλάκια, το ποτάμι και ξαφνικά...
Πλατς!... Και μετά τίποτα...
Όταν το σκιουράκι, ύστερα από ώρα, άρχισε να συνέρχεται, πόναγε σ' όλο του το κορμί. Όμως κατάλαβε πως κάποιος ήταν κοντά του και το φρόντιζε με επιθέματα επάνω στις πληγές του, και του 'βαζε κομπρέσες κι επιδέσμους και το χάιδευε στοργικά...
- Ο ασβός μου, σκέφτηκε κι άνοιξε τα μάτια.
Όμως, είδε τότε ένα κάστορα που ούτε τον είχε ματαδεί ποτέ. 
Ήταν ένας μικρόσωμος κανελής κάστορας μ' αστεία μουσούδα, και το βλέμμα του ήταν τόσο φωτεινό, που σαν σε κοιτούσε νόμιζες πως λαμπύριζαν πυγολαμπίδες στη ματιά του. Κι είχε ένα χαμόγελο τόσο, μα τόσο τρυφερό, και το σκιουράκι πλημμυρισμένο από ευγνωμοσύνη δάκρυσε. Κοιταζόταν σιωπηλά ώρα πολλή. Ύστερα, ο κάστορας ρώτησε κάτι που το σκιουράκι άπειρες φορές είχε ρωτήσει πιο παλιά, όταν ήταν ανυποψίαστο για όλα...
- Μπορείς να μ' αγαπάς;
Το σκιουράκι αναστέναξε, χωρίς καθόλου λύπη.
- Φοβάμαι πως δεν μπορώ. Δεν έχω πια καρδιά για ν' αγαπήσω...
- Δεν πειράζει. Αν το θες, θα σου δώσω ένα κομμάτι από τη δικιά μου.
- Όμως ν' αγαπηθούμε πα να πει να τρέχουμε μαζί κι εγώ δεν έχω πόδια.
- Να τρέχουμε, έτσι άσκοπα, γιατί;
- Ν' αγαπηθούμε πα να πει να κάνουμε μαζί ένα δρόμο, όπως μπορούμε. Το πιο σπουδαίο είναι να 'μαστε οι δυο μας, και όχι πόσο γρήγορα θα τρέχουμε, ούτε που θα πάμε...
Μικρό μου σκιουράκι, αν μπορείς να μ' αγαπάς, θα σου φτιάξω ξυλοπόδαρα από αγριοτριανταφυλλιά.
Κι αν δε θες, θα σε μάθω να περπατάς με τα χέρια.
Κι αν κουραστείς, θα σε πάρω αγκαλιά ...
Και θα είμαι εγώ εσύ κι εσύ εγώ...
Και δε θα ξέρουμε αν είσαι εσύ ή εγώ, εγώ ή εσύ...
Θα ‘μαστε εμείς...
Τι έγινε μετά, κανείς δεν έμαθε στα σίγουρα. Λένε πως τους είδανε να φεύγουνε για την Ανατολή, περπατώντας με τα χέρια, και να γελάνε, να γελάνε... 
Ο απόηχος απ' το γέλιο τους ξέμεινε στα φυλλώματα των δένδρων, λένε... Πάντως, ποτέ - μα ποτέ - κανείς πια δεν τους ξανάδε..

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

Μια ωραία οικογενειακή φωτογραφία.


Βλέποντας μια ξεθωριασμένη από τον χρόνο φωτογραφία σε ταξιδεύει σε
 όνειρα , σου θυμίζει ιστορίες αλλά το πιο σημαντικό βλέπεις άτομα που αγαπάς και πονάς για αυτούς.
Πολλές φορές βλέπουμε ταινίες, σειρές που στα σενάρια περιέχουν λέξεις κλειδιά, στιγμές βγαλμένες μέσα από τη ζωή. Λόγια τα οποία αγγίζουν την καρδιά μας. Λόγια που μας κάνουν να θυμηθούμε στιγμές τις ζωής μας που είναι και θα παραμένουν στη καρδία και την ψυχή μας χαραγμένα.
Έτσι και εγώ μου χάρισαν αυτή την φωτογραφία , φέρνοντας στην μνήμη μου ωραίες παλιές στιγμές .. Αχ πόσο ωραία χρόνια ήταν, που αστραπιαία με γύρισε ο χρόνος πίσω.
Θυμήθηκα που μου έλεγε ο πατέρας μου , « αχ κορίτσι μου, θα μάθεις αλλά με κόστος μέσα στο μακρύ ταξίδι της ζωής, να βλέπεις πίσω από τις μάσκες και να καταλαβαίνεις τους ανθρώπους.»
Φυσικά τότε γελούσα και έλεγα μέσα μου, πως μπορώ να δω πίσω από μια μάσκα; Εδώ δεν έβλεπα καλά, καλά με τα μαύρα γυαλιά τι κρύβει ένα πρόσωπο. Κι όμως ο χρόνος είναι ο δάσκαλος της ζωής, τα λάθη μας, μας οδηγούν στην διάβαση της αλήθειας και έκπληκτη μαθαίνουμε από αυτά.
Έχει σημασία να βάζουμε ποιότητα στη ζωή μας και να μην αναλωνόμαστε με μικρά και ανούσια πράγματα. Γιατί οι αρνητικοί άνθρωποι γύρο μας μπορούν να μας ρουφήξουν πάρα πολύ γρήγορα την ενέργεια μας, όπως μπορούν να μας πάρουν και τα όνειρα. Οι λάθος άνθρωποι είναι απαραίτητοι, γιατί θα μας οδηγήσουν στους σωστούς ανθρώπους και αληθινούς φίλους. Γι αυτό μην στενοχωριέσαι αν αδικηθείς από φίλους, απλά φύγε μακριά , θα βρεις καλύτερους. 
Και τελικά έρχεται κάποια στιγμή στην ζωή μας που πρέπει να διαλέξουμε το δρόμο που θα τραβήξουμε και αυτή μας η επιλογή θα καθορίσει μια ολόκληρη ζωή. Πόσο δύσκολη στιγμή είναι και σχεδόν πάντα αυτή η στιγμή έρχεται όταν δεν είσαι καν σε θέση να επιλέξεις τίποτα ούτε καν τα ρούχα που θα βάλεις σε μια οικογενειακή έξοδο, καλή ώρα χαχαχα...
Σε μερικά πράγματα δεν παίζει ρόλο η ηλικία, τα πτυχία ή μόρφωση πανεπιστημίων, αλλά ο τρόπος σκέψης και η εμπειρία που σε δίδαξε η ζωή.
Μην κάνεις απλά όνειρα για την ζωή, αλλά ζήσε τα όνειρά σου.  
Διότι το παρελθόν είναι δάσκαλος του παρόντος και οδηγός του μέλλοντος..
Εάν θυμηθείς όλα αυτά και πάνω απ όλα σκεφτείς ότι το χαμόγελο είναι μεταδοτικό. Τότε απλά χαμογέλα στα λάθη σου , στις επιλογές σου και απλά συνέχισε το ταξίδι σου στο χρόνο. Κάπου εκεί στην διαδρομή θα βρεις αληθινούς ανθρώπους που τους δίδαξε ο χρόνος και έμαθαν από τα λάθη τους. Αν τους βρεις απλά χαμογέλασε στην ζωή και κλείστε της και το μάτι.
Τότε θα δεις ότι, μια τόσο όμορφη μέρα θα ξημερώσει με την πρώτη ηλιαχτίδα και για σένα.
Φιλάκιακαι καλό ξημέρωμα, καληνύχτα.

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

Η Αγία Φιλοθέη



Η Αγία Φιλοθέη γεννήθηκε το έτος 1522 μ.Χ. στην τουρκοκρατούμενη τότε Αθήνα. 
Οι ευσεβείς γονείς της ονομάζονταν Άγγελος και Συρίγα Μπενιζέλου. Η μητέρα της ήταν στείρα και απέκτησε την Αγία μετά από θερμή και συνεχή προσευχή.
Ο Κύριος που ικανοποιεί το θέλημα εκείνων που Τον σέβονται και Τον αγαπούν, άκουσε την δέησή της. Και πράγματι, μια ημέρα η Συρίγα μπήκε κατά την συνήθειά της στο ναό της Θεοτόκου για να προσευχηθεί και από τον κόπο της έντονης και επίμονης προσευχής την πήρε για λίγο ο ύπνος. Τότε ακριβώς είδε ένα θαυμαστό όραμα. Ένα φως ισχυρό και λαμπρό βγήκε από την εικόνα της Θεομήτορος και εισήλθε στην κοιλιά της. Έτσι ξύπνησε αμέσως και έκρινε ότι το όραμα αυτό σήμαινε στην ικανοποίηση του αιτήματός της. Έτσι κι έγινε. Ύστερα από λίγο καιρό η Συρίγα έμεινε έγκυος και έφερε στον κόσμο τη μονάκριβη θυγατέρα της.
Μαζί με την Χριστιανική ανατροφή, έδωσαν στην μοναχοκόρη τους και κάθε δυνατή, για την εποχή εκείνη, μόρφωση. Έτσι η Ρηγούλα (ή Ρεβούλα, δηλαδή Παρασκευούλα), αυτό ήταν το όνομά της προτού γίνει μοναχή, όσο αύξανε κατά την σωματική ηλικία, τόσο προέκοπτε και κατά την ψυχή, όπως λέει το συναξάρι της.
Σε ηλικία 14 χρονών, οι γονείς της την πάντρεψαν, παρά την θέλησή της, με έναν από τους άρχοντες της Αθήνας. Αργότερα, αφού πέθαναν οι γονείς και ο σύζυγός της, ήρθε η ώρα να πραγματοποιήσει ένα μεγάλο πόθο της. Αφιερώνεται εξ ολοκλήρου στον Χριστό, γίνεται μοναχή και παίρνει το όνομα Φιλοθέη.
Κατ' αρχήν, ύστερα από εντολή του Αγίου Ανδρέα του Πρωτόκλητου, τον οποίο είδε σε όραμα, οικοδόμησε ένα γυναικείο μοναστήρι με αρκετά κελιά, στο οποίο και έδωσε το όνομα του Αγίου για να τον τιμήσει. Στο μοναστήρι πρόσθεσε και άλλα αναγκαία οικοδομήματα και εκτάσεις και το προικοδότησε με μετόχια και υποστατικά, που υπερεπαρκούσαν για τη διατροφή και συντήρηση των μοναζουσών.
Το μοναστήρι αυτό του Αγίου Ανδρέα σωζόταν στην Αθήνα, με τη Χάρη του Θεού, επί πολλά έτη μετά την κοίμηση της Αγίας και ήταν πλουτισμένο, όχι μόνο με υποστατικά και διάφορα μετόχια, αλλά και με πολυειδή χρυσοΰφαντα ιερατικά άμφια και σκεύη, απαραίτητα για τις ετήσιες ιερές τελετές και αγρυπνίες. Προπαντός όμως το μοναστήρι σεμνυνόταν και εγκαλλωπιζόταν με το θησαυρό του τιμίου και αγίου λειψάνου της Αγίας, το οποίο ήταν αποθησαυρισμένο και αποτεθειμένο στο δεξιό μέρος του Ιερού Βήματος, όπου και το ασπάζονταν με ευλάβεια όλοι οι Χριστιανοί. Το τίμιο λείψανο της Αγίας σκορπούσε ευωδία, γεγονός που αποτελούσε εμφανή μαρτυρία και απόδειξη της αγιότητας αυτής.
Το παράδειγμά της, λοιπόν, να αφιερωθεί στον Χριστό, το ακολουθούν και άλλες νέες. Σε λίγο διάστημα, η μονή έφθασε να έχει διακόσιες αδελφές. Η μονή της Οσίας Φιλοθέης γίνεται πραγματικό λιμάνι. Εκεί βρίσκουν προστασία όλοι οι ταλαιπωρημένοι από την σκλαβιά. Εκεί οι άρρωστοι βρίσκουν θεραπεία, οι πεινασμένοι τροφή, οι γέροντες στήριγμα και τα ορφανά στοργή.
Η Οσία, παρά τις αντιδράσεις των Τούρκων, οικοδομεί διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα, νοσηλευτήρια, ορφανοτροφεία, «σχολεα δι τος παίδας τν θηναίων, δι ν’ νοίξη τος φθαλμος ατν πρς τν παράδοσιν κα τν δόξαν τν προγόνων των». Πρωτοστατεί σε όλα αυτά τα έργα η ηγουμένη Φιλοθέη. Διδάσκει με τα λόγια και με τη ζωή της. Στηρίζει τους πονεμένους σκλάβους με την προσευχή της. Ιδιαίτερες είναι οι φροντίδες της για να σώσει από τον εξισλαμισμό ή την αρπαγή των Τούρκων τις νέες Ελληνίδες. Το έργο της, κατά βάση εθνικό και θρησκευτικό, ξεπέρασε τα όρια της Αθήνας και έγινε γνωστό σε όλη την Ελλάδα. Αδιαφιλονίκητη ιστορική επιβεβαίωση για το έργο αυτό παρέχει η αλληλογραφία της Φιλοθέης με τη Γερουσία της Βενετίας (1583 μ.Χ.), από την οποία ζητούσε οικονομική βοήθεια.
Η όλη όμως δράση της Αγίας Φιλοθέης εξαγρίωσε κάποτε τους Τούρκους. Κάποια στιγμή την συλλαμβάνουν και εκείνη με πνευματική ανδρεία ομολογεί: «Εγώ διψώ να υπομείνω διάφορα είδη βασανιστηρίων για το όνομα του Χριστού, τον οποίο λατρεύω και προσκυνώ με όλη μου την ψυχή και την καρδιά, ως Θεό αληθινό και άνθρωπο τέλειο και θα σας χρωστάω μεγάλη ευγνωμοσύνη αν μπορείτε μια ώρα πρωτύτερα να με στείλετε προς Αυτόν με το στεφάνι του μαρτυρίου». Ύστερα από την ηρωική αυτή απάντηση προς τους κατακτητές, όλοι πίστευαν ότι η πανευτυχής και φερώνυμη Φιλοθέη εντός ολίγου θα ετελειούτο διά του μαρτυρικού θανάτου. Όμως, κατά θεία βούληση, την τελευταία σχεδόν στιγμή πρόφθασαν κάποιοι Χριστιανοί και καταπράυναν τον ηγεμόνα με διάφορους τρόπους. Έτσι πέτυχαν να ελευθερώσουν την Αγία.
Αφεθείσα πλέον ελεύθερη, η Αγία Φιλοθέη, επέστρεψε αναίμακτη στο μοναστήρι της, όπως επί Μεγάλου Κωνσταντίνου ο μυροβλύτης Νικόλαος και πολλούς αιώνες αργότερα ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Φρόντιζε δε, όχι μόνο για τη σωτηρία της δικής της ψυχής αλλά και των άλλων, αφού τους μεν ενάρετους τους στερέωνε στην αρετή, τους δε αμαρτωλούς τους βελτίωνε ηθικά και τους οδηγούσε στη μετάνοια. Και αποκλειστικά για το σκοπό αυτό πέρασε στη νήσο Τζια (Κέα), όπου προ πολλού είχε οικοδομήσει μετόχι, για να αποστέλλει εκεί τις μοναχές εκείνες που φοβούνταν για διαφόρους λόγους να διαμένουν στην Αθήνα. Στην Τζια έμεινε αρκετό χρόνο και κατήχησε θεαρέστως τις ασκούμενες αδελφές στην ακριβή τήρηση των κανόνων της μοναστικής ζωής. Μόλις τελείωσε το έργο της εκεί, επέστρεψε και πάλι στην Αθήνα.
Έτσι λοιπόν, η Αγία Φιλοθέη, αφού έφθασε στην τελειότητα και στην πράξη και στην θεωρία, αξιώθηκε από τον Θεό να επιτελεί θαύματα, από τα οποία, προς απόδειξη του θαυματουργικού της χαρίσματος, θα μνημονεύσουμε ένα μόνο, το ακόλουθο: Ζούσε στην εποχή της ένας νέος, ποιμένας προβάτων, ο οποίος από πολύ μικρός είχε συνηθίσει στις κλεψιές και στις ραδιουργίες. Ο νέος αυτός, κατά παραχώρηση του Θεού, κυριεύθηκε από τον Σατανά. Εξ αιτίας τούτου περιφερόταν στα βουνά και στις σπηλιές γυμνός και τετραχηλισμένος, θέαμα όντως ελεεινό. Πολλές φορές, όταν συνερχόταν από την τρέλα, στην οποία τον είχε οδηγήσει ο Σατανάς, σύχναζε στα γύρω μοναστήρια για να βρει θεραπεία στην ασθένειά του. Δεν μπορούσε όμως να πετύχει τίποτε. Κάποιοι, που τον ευσπλαγχνίστηκαν, τον οδήγησαν στην Αγία Φιλοθέη η οποία, ύστερα από πολύ και εκτενή προσευχή τον λύτρωσε από εκείνη τη διαβολική μάστιγα. Έπειτα, αφού το νουθέτησε αρκετά, τον εισήγαγε και στην τάξη των μοναχών. Και έτσι ο νέος εκείνος, αφού εκάρη μοναχός, πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του με μετάνοια και άσκηση, θαυμαζόμενος απ' όλους.
Μάταια οι Τούρκοι προσπαθούν να ανακόψουν την δράση της. Ώσπου μια νύχτα, στις 2 Οκτωβρίου του έτους 1588 μ.Χ., πήγαν στο μονύδριο που είχαν οικοδομήσει στα Πατήσια (έτυχε τότε να εορτάζεται η μνήμη του αγίου ιερομάρτυρος Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και η Αγία μαζί με τις άλλες αδελφές βρίσκονταν στον ιερό ναό επιτελώντας ολονύκτια αγρυπνία) και πέντε από αυτούς ανέβηκαν στον εξωτερικό τοίχο και πήδησαν μέσα στην αυλή. Στην συνέχεια εισέβαλαν στο ναό, όπου άρπαξαν την Αγία και την μαστίγωσαν με μανία και βαναυσότητα και την εγκαταλείπουν ημιθανή έξω από τη μονή της.
Έξω από το ναό, στα δεξιά της εισόδου του, σώζεται η κολώνα, όπου η Φιλοθέη δέθηκε και μαστιγώθηκε. Οι μοναχές της την μετέφεραν στην κρύπτη της στην Καλογρέζα. Εκεί η Φιλοθέη υποκύπτει στα τραύματά της στις 19 Φεβρουαρίου 1589 μ.Χ.
Είκοσι ημέρες μετά από την κοίμηση της Αγίας, ο τάφος της ευωδίαζε. Ακόμη, όταν μετά από ένα έτος έγινε η ανακομιδή, το τίμιο λείψανό της βρέθηκε σώο και ακέραιο. Επιπλέον ήταν γεμάτο με ευωδιαστό μύρο, τρανή και λαμπρή απόδειξη της θεάρεστης και ενάρετης πολιτείας της, προς δόξα και αίνο του Θεού και καύχημα της πίστεώς μας. Το ιερό λείψανό της βρίσκεται σήμερα στον Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών. Στο μνήμα της απάνω βρεθήκανε γραμμένα τούτα τα λόγια: «Φιλοθέης υπό σήμα τόδ' αγνής κεύθει σώμα, ψυχήν δ' εν μακάρων θήκετο Yψιμέδων».
H Φιλοθέη ανακηρύχθηκε αγία επί Oικουμενικού Πατριάρχου Mατθαίου B΄ (1595 - 1600 μ.Χ.).