Τετάρτη 5 Απριλίου 2017

Το Κοπτικό Κάιρο και το Κοπτικό Μουσείο.



Θεωρώ αδιανόητο το κλείσιμο του ταξιδιού μου να μην πω ένα αντίο στον Ι. Ν.
Αγίου Γεωργίου και να ανάψω το κεράκι μου για όλους τους αγαπημένους μας , που αναπαύονται εκεί.
Με την ευκαιρία αυτή έκλεψα χρόνο να επισκεφθώ το Κοπτικό Μουσείο.. θέλετε να γνωρίσετε και εσείς; 
Απλά διαβάστε το…
Υπάρχουν ενδείξεις για ανθρώπινη εγκατάσταση στην περιοχή από τον 6ο αιώνα π.Χ., όταν οι Πέρσες έχτισαν 
φρούριο επί του Νείλου, στα βόρεια της Μέμφιδος. Οι Πέρσες επίσης έχτισαν διώρυγα από τον Νείλο στο ύψος του Φουστάτ ως την Ερυθρά Θάλασσα. Ο Περσικός οικισμός ήταν γνωστό ως Βαβυλώνα, ως αναφορά στην αρχαία πόλη η οποία ευρισκόταν κατά μήκος του Ευφράτη. Η Αγία Οικογένεια επισκέφτηκε την περιοχή κατά την διάρκεια της Φυγής στην Αίγυπτο, αναζητώντας καταφύγιο από τον Ηρώδη. Επιπλέον, πιστεύεται πως ο Χριστιανισμός άρχισε να εξαπλώνεται στην Αίγυπτο, όταν ο Άγιος Μάρκος
κατέφθασε στην Αλεξάνδρεια, καθιστάμενος ως ο πρώτος Πατριάρχης, παρά το γεγονός πως η θρησκεία παρέμεινε κρυφή σε όλη την διάρκεια της ρωμαϊκής περιόδου.
οι Ρωμαίοι, αναγνωρίζοντας την στρατηγική σημασία της περιοχής, κατέλαβαν το φρούριο και το μετέφεραν σε γειτονική τοποθεσία, η οποία έμεινε γνωστή ως το Φρούριο της Βαβυλώνας. Υπό τους Ρωμαίους, ο Άγιος Μάρκος και οι διάδοχοί του πέτυχαν να προσηλυτίσουν σημαντικό μέρος του πληθυσμού, οι Χριστιανικές κοινότητες της Αιγύπτου αυξάνονταν, αποτέλεσαν αντικείμενο διωγμών από τους Ρωμαίους το 300 π.Χ υπό τον Αυτοκράτορα Διοκλητιανό.
Η Κοπτική Εκκλησία αργότερα αποσχίστηκε της Εκκλησίας των Ρωμαίων και των Βυζαντινών. Κατά την περίοδο εξουσίας του Αρκαδίου (395-408). 
Με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο αριθμός των εκκλησιών στο Παλαιό Κάιρο. Κατά τα πρώτα χρόνια της Αραβικής κυριαρχίας, επετράπη στους Κόπτες να αναγείρουν εκκλησίες εντός της περιοχής του παλαιού φρουρίου. Κατά την διάρκεια του 8ου αιώνα, οι Κόπτες υποχρεώθηκαν να πουλήσουν παλαιά εκκλησία, ώστε να συγκεντρώσουν τα αναγκαία χρήματα για την καταβολή φόρων στον Ιμπν Τουλούν.
Η Κοπτική Ορθόδοξη Εκκλησία της Αγίας Παρθένου Μαρίας, επίσης γνωστή ως η «Κρεμαστή Εκκλησία  الكنيسة المعلقة El Muallaqa» είναι μία από τις παλαιότερες εκκλησίες στην Αίγυπτο, ενώ η ιστορία της στην συγκεκριμένη τοποθεσία ανάγεται στον 3ο αιώνα μ.Χ.
Η Κρεμαστή Εκκλησία φέρει την συγκεκριμένη ονομασία λόγω της τοποθεσίας πάνω από ένα φυλάκιο του Φρουρίου. Το κλίτος της εκκλησίας αιωρείται επάνω από ένα πέρασμα. Η εκκλησία είναι προσβάσιμη μέσω της ανάβασης εικοσιεννέα σκαλοπατιών. Έτσι της δόθηκε και η ονομασία «Εκκλησία της Σκάλας». Το ύψος του εδάφους έχει αυξηθεί κατά περίπου έξι μέτρα από την 
ρωμαϊκή περίοδο, με αποτέλεσμα ο ρωμαϊκός πύργος να βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό θαμμένος υπόγεια, μειώνοντας οπτικά την θέση της εκκλησίας.
Το Κοπτικό Μουσείο, στην πολύβουη, πολυάνθρωπη περιοχή του Παλαιού Καΐρου, που συνδέεται και με το ελληνικό στοιχείο, ιδρύθηκε το 1910, ενώ φιλοξενεί τα σημαντικότερα ανά τον κόσμο δείγματα Κοπτικής τέχνης. Στην ίδια περιοχή βρίσκεται ο Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου, στον χώρο όπου φυλακίστηκε και μαρτύρησε ο Άγιος, οι κρύπτες των πατριαρχών Αλεξανδρείας και το ελληνικό νεκροταφείο του Καΐρου.
Το όνομα «Κόπτης» προέρχεται από την αρχαία αιγυπτιακή λέξη Qibt και αυτή από την αρχαία ελληνική Αιγύπτιος, που δηλώνει τον κατευθείαν απόγονο των αρχαίων Αιγυπτίων. Αρχικά ήταν εθνικός προσδιορισμός. Όταν η Αίγυπτος κατελήφθη από τους Άραβες, κατ’ επέκταση έγινε και θρησκευτικός. Η γλώσσα των Κοπτών ήταν η ίδια η αρχαία αιγυπτιακή στην τελευταία της φάση, ύστερα από εξελικτική πορεία 4.000 ετών. Η Κοπτική Εκκλησία υφίσταται ουσιαστικά μετά τη Σύνοδο της Χαλκηδόνος το 451, που καταδίκασε τον μονοφυσιτισμό.
Ο πρώτος που έδειξε πραγματικό ενδιαφέρον για τη διατήρηση των καταλοίπων των κοπτικών μνημείων ήταν στα τέλη του 19ου αιώνα ο Gaston Maspero (1846-1916), σπουδαίος Γάλλος αιγυπτιολόγος, στον οποίο πολλά οφείλουν οι αιγυπτιολογικές σπουδές γενικά.
Το αρχικό Κοπτικό Μουσείο ιδρύθηκε στη θέση όπου βρίσκεται και σήμερα, στο Παλαιό Κάιρο, στα «τείχη της Βαβυλώνας», το 1910 από τον Marcus Simaika Pasha. Σημαντικός σταθμός στην ιστορία του ήταν το 1931, οπότε πέρασε στη δικαιοδοσία του αιγυπτιακού κράτους. Το γεγονός σηματοδοτεί την αναγνώριση της θέσης της κοπτικής τέχνης στη συνολική εξέλιξη της Αιγυπτιακής Τέχνης, αφού πρόκειται για κρίκο της, με ρίζες του στην αρχαία περίοδο εκείνης. Με τα χρόνια οι ανασκαφές έφεραν στο φως νέα ευρήματα και τα εκθέματα αυξήθηκαν σημαντικά. 
Οι σεισμοί του 1992 έβλαψαν το κτίριο του μουσείου, που έκλεισε για χρόνια. Το συντηρημένο και ανακαινισμένο κτίριο άνοιξε για το κοινό τον Ιούνιο του 2006, παρουσιάζοντας τη μεγαλύτερη και πληρέστερη συλλογή έργων κοπτικής τέχνης στον κόσμο.
Είναι επιβλητικό κτίριο παραδοσιακής αιγυπτιακής αρχιτεκτονικής, με θαυμάσια σκαλιστά ξύλινα ταβάνια, περιλαμβάνει πολύτιμη συλλογή αντιπροσωπευτικών αντικειμένων κάθε τομέα της τέχνης της Αιγύπτου των πρώτων χριστιανικών χρόνων και συνιστά μοναδικό κέντρο κοπτικών σπουδών. Τα εκθέματα προέρχονται από τις νεκροπόλεις και διάφορες παλιές εκκλησίες. Κοπτική τέχνη ονομάζεται εκείνη της Χριστιανικής Αιγύπτου από τον 5ο αι. έως την αραβική κατάκτηση, και ιδιαίτερα η τέχνη που αναπτύχθηκε τότε στα μοναστήρια της κοιλάδας του Νείλου. 
Γλυπτά σε πέτρα ή ξύλο, εικόνες, σπαράγματα τοιχογραφιών, κιονόκρανα και διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη, επιτύμβιες στήλες με ενδιαφέρουσες επιγραφές, πήλινα, ξύλινα, μεταλλικά και γυάλινα αντικείμενα, ιερατικά και καθημερινής χρήσης, λειτουργικά βιβλία και άμφια, χειρόγραφα και προ πάντων τεράστια σειρά υφασμάτων των πρώτων χριστιανικών αιώνων, διατηρημένα σε άριστη κατάσταση, με θαυμάσια χρώματα και σχέδια, χάρη στο πολύ ξερό έδαφος της περιοχής όπου βρίσκονταν οι νεκροπόλεις.

Τα υφάσματα αυτά είναι δείγματα υψηλής τέχνης με ωραία σχέδια και λεπτή και πολυτελή ύφανση. Φυτά, πουλιά, ζώα και ανθρώπινες μορφές σχεδιασμένα πάνω σε ενδύματα, κουρτίνες και μαξιλαροθήκες αναμειγνύονται σε πολυτελή ασυναγώνιστα διακοσμητικά σχέδια. Τα περισσότερα προέρχονται από την Πανόπολη και την Αντινόη. Ορισμένα παρουσιάζουν αρχαία αιγυπτιακή επίδραση, άλλα ελληνική και άλλα σασσανιδική. 
Υπάρχουν και καθαρά χριστιανικού χαρακτήρα, με παραστάσεις από τη ζωή του Χριστού, των Αποστόλων, των Αγίων ή συμβολικές παραστάσεις, όπως ψάρια, περιστέρια, σταυρούς κ.ά. Τα εξοχότερα δείγματα χρονολογούνται τον 4ο και τον 5ο αι.
Από τα σημαντικότερα δείγματα τοιχογραφίας, η κόγχη με παράσταση του Χριστού «εν δόξη» επάνω και σειρά ιεραρχών με κέντρο την Θεοτόκο Βρεφοκρατούσα κάτω, από τη Μονή Αγίου Απολλώ στο Μπαουΐτ του 6ου-7ου αι.
Επίσης, της Γέννησης από τον ναό του Abdallah Nirgi στη Νουβία, που αποτοιχίσθηκε το 1960 από τους επιστήμονες της Ουνέσκο, πριν καλυφθεί από τα νερά του φράγματος του Ασουάν. Η παράσταση αναπτύσσεται σε δύο επεισόδια, στην προσκύνηση των ποιμένων κατά το κατά Λουκά Ευαγγέλιο και στην προσκύνηση των μάγων κατά το κατά Μάρκον. Ο καλλιτέχνης εστιάζει την προσοχή του στην Παναγία, που εικονίζεται σε μεγαλύτερη κλίμακα από τα άλλα πρόσωπα της παράστασης. Ο Ιησούς αναπαύεται σε πλίνθινο βωμό πίσω από τη Θεοτόκο, προοιωνίζοντας τη σταυρική του θυσία.
Μεγάλη σειρά κοπτικών εικόνων, από τις οποίες χρονολογούνται μεταξύ του 8ου και του 9ου αι. και αρκετές από τον 13ο έως τον 14ο αι. 
Οι παλαιότερες είναι επηρεασμένες από την τέχνη του Φαγιούμ.
Με τέχνη λαϊκότροπη, παρουσιάζουν ήρεμες μορφές αγίων, που τίποτε δεν αφήνει να φανεί το μαρτύριο που υπέστησαν. Μεταδίδουν την εσωτερική γαλήνη και την αιώνια μακαριότητα. Σε κάποιες εικόνες υπάρχουν μικρές ελληνικές επιγραφές, χωρίς ονόματα καλλιτεχνών, διότι, όπως και οι πρόγονοί τους, δεν υπογράφουν τα έργα τους. Μόνο πολύ αργά, στη διάρκεια του 18ου αιώνα θα βρούμε ελάχιστα ονόματα.
Μια από αυτές, του 1777, από το μοναστήρι του Μερκουρίου Abu Sayfayn, απεικονίζει την επίσκεψη του Αγίου Αντωνίου στον Άγιο Παύλο τον Θηβαίο και περιγράφει την παράδοση ότι ο Άγιος Παύλος τρεφόταν με μισή φέτα ψωμιού που του έφερνε ένα κοράκι. Την ημέρα της επίσκεψης θαυματουργικά έφερε ολόκληρη φέτα. Κοντά στα πόδια του Αγίου Παύλου δύο λέοντες θυμίζουν την παράδοση ότι, όταν ο Άγιος Αντώνιος τοποθέτησε τον νεκρό Παύλο στο μνήμα, παρουσιάστηκαν δύο λιοντάρια. Πολύ ωραία παράσταση, με θαυμάσια χρώματα.
Σπάνιο απόκτημα του μουσείου, η «Βιβλιοθήκη Nag Hammadi», ομάδα κωδίκων που ανακάλυψε τυχαία, το 1945, σε μεγάλο πιθάρι καμηλιέρης κοντά στην πόλη Nag Hammadi, από όπου η ονομασία. Υπό την επιστασία της Ουνέσκο, εκδόθηκαν στο διάστημα 1972-1984, με συνεργασία ειδικών επιστημόνων διαφόρων ευρωπαϊκών και αμερικανικών πανεπιστημίων. Τα χειρόγραφα αυτά, μεταξύ των οποίων και το «Ευαγγέλιο του Ιούδα», για το οποίο προκλήθηκε
πριν από χρόνια πολύς θόρυβος, αντιπροσωπεύουν τις πρώιμες πηγές του γνωστικισμού, κίνησης των πρώτων χριστιανικών αιώνων, που ταλαιπώρησε τότε την Εκκλησία. Ανήκουν στο β’ μισό του 4ου αι. Δεν είναι γνωστός ο ιδιοκτήτης τους, ούτε πώς βρέθηκαν θαμμένα εκεί.
Εκείνο που κλέβει τις καρδιές όλων των Ελλήνων είναι οι Ελληνικές επιρροές που διαπιστώνονται στη ζωή ενός άλλου λαού, στο άπλωμα της φυλής, που τώρα πια όλο και πιο πολύ περιορίζεται στο παρελθόν.
 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου