Κυριακή 23 Ιουλίου 2017

Της νύχτας το παραμύθι..


Ήταν μια παράξενη νύχτα. Μια νύχτα όλο ομορφιές κι αρώματα. 
Ο ουρανός είχε ντυθεί μ’ όλα τ’ αστέρια που είχε κρυμμένα στα μπαούλα του κι έλαμπε γεμάτος χαρά. Μα ένα μικρούλι αστεράκι τρεμόφεγγε λυπημένο πλάι στο φεγγάρι. Κοίταζε με τις ώρες κάτω, την απέραντη θάλασσα που γυάλιζε και άλλαζε χρώματα, καθώς το ελαφρύ αεράκι το χάιδευε.
Κι από τη λύπη του που ήταν τόσο μακριά από την θάλασσα, αναστέναξε. Έπειτα τρεμόσβησε. Τρεμόσβησε τόσο, που νόμιζες ότι από στιγμή σε στιγμή θα έσβηνε και θα χανόταν για πάντα από τον ουρανό. Το φεγγάρι, όμως, που ακούει όλους τους αναστεναγμούς της νύχτας, γύρισε το ολοστρόγγυλο πρόσωπό του κατά το αστεράκι και το ρώτησε: Γιατί, αναστενάζεις αστεράκι μου; 
Εκείνο κοίταξε κάτω, την απέραντη θάλασσα τη φεγγαροντυμένη και είπε αργά, αργά.. «Θέλω να πάω κοντά της!»
Να πας κοντά της; ,απόρησε το φεγγάρι.
Μα εσύ είσαι αστέρι του ουρανού κι ένα τέτοιο αστέρι δεν μπορεί να ζήσει κοντά στη θάλασσα!
Αχ, δεν μπορώ να ζήσω κοντά στη θάλασσα! Αχ, γιατί να μην μπορώ να ζήσω κοντά στη θάλασσα; Έλεγε και ξανάλεγε, γεμάτο παράπονο, το αστεράκι. Κάποιο βράδυ είδε στο απέναντι μονοπάτι του ουρανού, ένα αστέρι.
Πρώτα το είδε να πλημμυρίζει από ένα δυνατό φως, μετά να αφήνει ξωπίσω του μια χούφτα χρυσόσκονη κι έπειτα, γρήγορα γρήγορα, να πέφτει στην
αγκαλιά της θάλασσας. Από κείνο το βράδυ το αστεράκι μας έγινε ακόμα πιο λυπημένο. Δάκρυα τρεμόπαιζαν στις άκρες των ματιών του, έπεφταν πάνω στην ασημοκεντημένη ποδιά του και γίνονταν μικρά, μικρούτσικα αστεράκια.
Πόσο ζήλευε εκείνο το αστέρι που είχε πέσει μέσα στην αγκαλιά της. Ενώ αυτό, που την αγαπούσε τόσο πολύ, στεκόταν ακόμα εκεί, πάνω στον ουρανό. Πόσο μακρύς ο δρόμος που τους χώριζε!
Πέρασαν πολλές νύχτες. ’Άλλες με φεγγάρι ολόγιομο, άλλες με μισοφέγγαρο κι άλλες μ’ ένα φεγγάρι χλωμό, κυκλωμένο από ένα θαμπό φως. Λογής λογής καράβια ταξίδευαν πάνω στην όμορφη, ασημοστολισμένη θάλασσα. Κι αυτή, όλο κρυφή χαρά είχε, χαμογελούσε και χόρευε απαλά με τα δελφίνια της.
«Εγώ πότε θα πάω κοντά της;», έλεγε και ξανάλεγε το αστεράκι. Μέχρι που ένα καλοκαιρινό βράδυ, χωρίς να το καταλάβει, ξαφνικά φωτίστηκε! ’Έλαμψε ολόκληρο από το δυνατό φως που το πλημμύρισε! Η καρδιά του χτύπησε δυνατά! Μα τόσο δυνατά, που μια χούφτα χρυσόσκονη βγήκε από μέσα της και σκορπίστηκε πίσω από το αστεράκι, καθώς γλιστρούσε απ’ το μονοπάτι του ουρανού και τρέχοντας, πήγαινε να πέσει στην απέραντη αγκαλιά της.
Πόσο ευτυχισμένο ένιωθε τώρα το αστεράκι! Ούτε που το κατάλαβε πώς έγινε. Βρέθηκε καρφιτσωμένο πάνω στο δαχτυλίδι που φορούσε στο μικρό της δάχτυλο. Η θάλασσα το κοίταξε και χαμογέλασε. Το ακούμπησε ελαφρά πάνω στα κοραλλένια χείλη της κι έπειτα άρχισε να το ταξιδεύει στις απέραντες , τις μαγικές πολιτείες του βυθού. Το αστεράκι ένιωθε τόσο ευτυχισμένο, που όλα του φαίνονταν σαν όνειρο. Κι όταν τέλειωσε το μαγικό ταξίδι γύρισε και κοίταξε ψηλά, στον ουρανό, που ήταν γεμάτος αστέρια. Πόσο μικρά του φάνηκαν! Κάποια στιγμή πρόβαλε το φεγγάρι μέσα από ένα σύννεφο και του χαμογέλασε. Χαμογέλασε και το αστεράκι. Κι έγινε το χαμόγελό του χίλια αστεράκια που φώτισαν τα μεγάλα γαλάζια μάτια της θάλασσας, τις σκοτεινές θαλασσοσπηλιές της και τους σκληρούς απότομους βράχους, που χρόνια τώρα, δέχονταν τα χάδια της και το θυμό της.
Αν κάποιο βράδυ βρεθείς κι εσύ κοντά της και τη δεις να λαμπυρίζει στο φεγγαρόφωτο και να μοιάζει σα να είναι στολισμένη με χιλιάδες διαμάντια, ξέρεις τι θα είναι. Δε θα ‘ναι τίποτα άλλο παρά το αστεράκι, που έκανε το χαμόγελό του, για χάρη της, χίλια κομμάτια και τη χρυσή του καρδιά άλλα τόσα για να στολίζει την ασημένια αγκαλιά της, τους σμαραγδένιους ώμους της και τα πολύχρωμα, κυματιστά μαλλιά της…
Καληνύχτα και όνειρα γλυκά, παραμυθένια, γεμάτα χρυσόσκονη και χαρές στην ζωή σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου