Ένα χαμόγελο να γλυκάνει τη χειμωνιά έξω και μέσα μας..
Χειμώνας και
η Αθήνα μας, η κοσμική Αθήνα μας, ξαναγυρίζει και πάλι στις παλιές της
συνήθειες. Έλιωσαν τα χιόνια και έδωσαν την θέση τους στην παγωνιά. Πάνε τελείωσαν τα ψέματα. Ο κρυφτούλης πού έπαιζε
ο ήλιος με τη βροχή τελειώνει κι’ αυτός. Μα μαζί με την αλλαγή του καιρού μας
ήρθαν και η αλλαγές της ζωής μας.
Ο αττικός ουρανός κρύφτηκε κάτω απ’ το μουντό, σκυθρωπό, κλαψιάρικο μούτρο του γέρο παράξενου χειμώνα.
Ο ουρανός πνιγμένος στα σύννεφα αφήνει που και που να σταλάζουν απ’ τα μάτια του λίγες χοντρές σταγόνες δάκρυνης βροχής και τα περισσότερα δένδρα έχασαν την φυλλωσιά τους. Δεν φτάνει η χειμωνιά που έντυσε την Αθήνα, κλαδεύουν και τα γυμνά ξερά κλαδιά από τα δένδρα να τους δώσουν την χειμερινή εμφάνιση τους, αλλά και να τα ετοιμάσουν για την άνοιξη. Τη νύχτα οι δρόμοι είναι έρημοι και τα φανάρια λες πως κι’ αυτά ακόμα ρίχνουν ένα ανήμπορο φως.
Ο αττικός ουρανός κρύφτηκε κάτω απ’ το μουντό, σκυθρωπό, κλαψιάρικο μούτρο του γέρο παράξενου χειμώνα.
Ο ουρανός πνιγμένος στα σύννεφα αφήνει που και που να σταλάζουν απ’ τα μάτια του λίγες χοντρές σταγόνες δάκρυνης βροχής και τα περισσότερα δένδρα έχασαν την φυλλωσιά τους. Δεν φτάνει η χειμωνιά που έντυσε την Αθήνα, κλαδεύουν και τα γυμνά ξερά κλαδιά από τα δένδρα να τους δώσουν την χειμερινή εμφάνιση τους, αλλά και να τα ετοιμάσουν για την άνοιξη. Τη νύχτα οι δρόμοι είναι έρημοι και τα φανάρια λες πως κι’ αυτά ακόμα ρίχνουν ένα ανήμπορο φως.
Από τον
ουρανό μαζεύει το λιγοστό φως του χειμωνιά, λίγο από τα θολά αστέρια που
τρεμοσβήνουν στην παγωνιά της ατμόσφαιρας,
Η νύχτα απλώνει σιγά – σιγά το μαύρο πέπλο της, το νέο φεγγάρι κριμένο μέσα στα σύννεφα παίζει με τα αστέρια, άσπρο χρώμα της χειμωνιάς ντύνει το γυμνό φεγγάρι. Περίεργα χρώματα απλώθηκαν με το πινέλο της νύχτας. Το βαθύ μπλε με λίγο χρυσαφί σαν αράχνη απλώνετε στον ουρανό. Είναι από κείνες τις βραδιές, που η νύχτα, σφυγμό δεν έχει. Ακουμπισμένη σε μια γωνιά, προσπαθώ να συμμαζεύω τις σκέψεις μου, να τις αραδιάσω, να τις ξεδιαλύνω και να τις ταιριάξω με τις νότες μιας γλυκιάς μουσικής που ξεχάστηκε. Όσο το δοξάρι χαϊδεύει απαλά τις χορδές του βιολιού η γλυκιά μελωδία που ξεχύνεται με παρασέρνει στο ρυθμό της. Πολύτιμες στιγμές, ανάκατες ταξιδεύουν εκτεθειμένες στη φθορά του χρόνου και στο εφήμερο…
Η νύχτα απλώνει σιγά – σιγά το μαύρο πέπλο της, το νέο φεγγάρι κριμένο μέσα στα σύννεφα παίζει με τα αστέρια, άσπρο χρώμα της χειμωνιάς ντύνει το γυμνό φεγγάρι. Περίεργα χρώματα απλώθηκαν με το πινέλο της νύχτας. Το βαθύ μπλε με λίγο χρυσαφί σαν αράχνη απλώνετε στον ουρανό. Είναι από κείνες τις βραδιές, που η νύχτα, σφυγμό δεν έχει. Ακουμπισμένη σε μια γωνιά, προσπαθώ να συμμαζεύω τις σκέψεις μου, να τις αραδιάσω, να τις ξεδιαλύνω και να τις ταιριάξω με τις νότες μιας γλυκιάς μουσικής που ξεχάστηκε. Όσο το δοξάρι χαϊδεύει απαλά τις χορδές του βιολιού η γλυκιά μελωδία που ξεχύνεται με παρασέρνει στο ρυθμό της. Πολύτιμες στιγμές, ανάκατες ταξιδεύουν εκτεθειμένες στη φθορά του χρόνου και στο εφήμερο…
Πώς γίνεται μια ολόκληρη ζωή να χωρά στους λογισμούς μιας νύχτας; Κι όμως…
τώρα που άκουγα τα πρώτα κλειδιά να ξεκλειδώνουν πόρτες νυκτερινών καταστημάτων.
Άνοιξαν τα
αριστοκρατικά βραδινά μαγαζιά, πλάι-πλάι με τα καφέ-της γειτονιάς. Στα πρώτα, ανάμεσα από μυριόχρωμα γλομπάκια ηλεκτρικού και μεταξωτές κουρτίνες,
ανάμεσα από την πολυάριθμη ορχήστρα, τις ξένες χορεύτριες, τον diseur, τα καθαροντυμένα
γκαρσόνια, τη φωτισμένη χορευτική πίστα, την σαμπάνια, τα κρασιά και τα
λουλούδια, γλεντούν παίζοντας με χιλιάρικα οι «select» της τύχης και του
πλούτου.
Στα δεύτερα, ααα! εκεί δεν χρειάζεται και τόση πολυτέλεια. Γι’ αυτούς φτάνουν και η χασεδένιες κουρτίνες, φθάνουν τα νεαρά κορίτσια που τους χάρισε ο Θεός την ομορφιά και τα νιάτα, με της βραχνιασμένες απ’ το ξενύχτι φωνές και τα φτηνά χειμωνιάτικα ρούχα ή καλύτερα τις στολές του καταστήματος. Δεν χρειάζεται σαμπάνια ούτε λικέρ! Φτάνει η μπύρα, το ούζο, η ρετσίνα και λίγα ζεστά μεζεδάκια αντικαθιστούν περίφημα τα σάντουιτς αλλά και τους καφέδες .
Δεν χρειάζεται τόση ετικέτα με τους πρώτους, ούτε αριστοτεχνικός χορός. Φτάνει να έχεις κέφι και δύο, τρία κατοστάρικα στην τσέπη για να πληρώσεις τα σπασμένα, γιατί ας μη ξεχνάμε πως Ρωμιός στο κέφι χωρίς σπασίματα δεν είναι Ρωμιός!
Στα δεύτερα, ααα! εκεί δεν χρειάζεται και τόση πολυτέλεια. Γι’ αυτούς φτάνουν και η χασεδένιες κουρτίνες, φθάνουν τα νεαρά κορίτσια που τους χάρισε ο Θεός την ομορφιά και τα νιάτα, με της βραχνιασμένες απ’ το ξενύχτι φωνές και τα φτηνά χειμωνιάτικα ρούχα ή καλύτερα τις στολές του καταστήματος. Δεν χρειάζεται σαμπάνια ούτε λικέρ! Φτάνει η μπύρα, το ούζο, η ρετσίνα και λίγα ζεστά μεζεδάκια αντικαθιστούν περίφημα τα σάντουιτς αλλά και τους καφέδες .
Δεν χρειάζεται τόση ετικέτα με τους πρώτους, ούτε αριστοτεχνικός χορός. Φτάνει να έχεις κέφι και δύο, τρία κατοστάρικα στην τσέπη για να πληρώσεις τα σπασμένα, γιατί ας μη ξεχνάμε πως Ρωμιός στο κέφι χωρίς σπασίματα δεν είναι Ρωμιός!
Ο Ρωμιός
είναι πρότυπο και την πρωτοτυπία του αυτή επιμένει να την κρατήσει και στο
γλέντι του.
Θυμάμαι κάποτε σ’ ένα αριστοκρατικό μπαρ στην Νέα Υόρκη, ένα μπαρ που κάθε βράδυ γέμιζε από ανθρώπους όλων των εθνοτήτων, ο διευθυντής του τάχε κυριολεκτικά χαμένα με τους Ρωμιούς πελάτες του. Δεν μπορούσε να τους υποφέρει απ’ την φασαρία, τις φωνές τους και τα ποτήρια που έσπαγαν, αλλά δεν μπορούσε και πάλι να τους απαγορεύσει την είσοδο, πρώτα-πρώτα γιατί οι Ρωμιοί πλήρωναν πάντα καλά και δεύτερα γιατί οι ξένοι ήταν ενθουσιασμένοι όταν τους έβλεπαν. Και πραγματικά ο ενθουσιασμός των βορείων παγωμένων αυτών ανθρώπων ήταν απόλυτα δικαιολογημένος. Γι’ αυτούς οι Ρωμιοί ήταν οι «υπεράνθρωποι» και το «ρωμαίικο γλέντι» ήταν πιο ενδιαφέρον θέαμα από οποιοδήποτε άλλο..
Μα δεν είναι μόνο αυτά, έχουμε και τους «σνόμπ». Αυτοί δα είναι που είναι βάσανο γιατί βάλθηκαν με τα καλά τους ότι απομένει ακόμα παλιό στην μοντερνίζουσα Αθήνα μας, Να αλλάξουν το λουκ από τις υπόγειες ταβέρνες. Εκεί που ανάμεσα απ’ τα μεγάλα βαρέλια που κάτω απ’ το ανήμπορο φως μιας λουσέρνας λαδιού μοιάζουν σαν ξωτικές μεγάλες σκιές, ανάμεσα απ’ το τζάκι, και τον μάγειρα που με το τσιγάρισμα λαδιού χαρίζει μια αίσθηση σαν νανούρισμα, ανάμεσα απ’ τους ξυλένιους πάγκους και τα ξύλινα τραπέζια, θα μαζευτούν το βράδυ, κατά το σούρουπο, οι πιστοί της ολόξανθης ρετσίνας για να ξομολογηθούν τα βάσανά τους.
Στην ταβέρνα αυτή που σ’ άλλους καιρούς βρίσκονταν ανακατεμένοι άνθρωποι μ’ ένα κοινό γνώρισμα τη μποέμικη ψυχή τους. Όλοι εκεί ήσαν ίσοι. Και ο πλούσιος αστός και ο φτωχός εργάτης. Εκεί που θ’ άρχιζε και θα τελείωνε κάθε γλέντι…
Μα να σήμερα που ο αριστοκρατισμός, ο σνομπισμός θέλησε να χαλάσει κι’ αυτό το ήσυχο μέρος. Πλούσια αυτοκίνητα σταματούν μπροστά σε κάθε βρώμικη πόρτα ταβέρνας για να κατεβούν από μέσα κυρίες και κύριοι κομψά ντυμένοι. Πάνε χωρίς να ξέρουνε κι’ αυτοί γιατί πάνε. Πάνε από αριστοκρατισμό, πάνε για να περάσει η ώρα τους, για ν’ απολαύσουν ένα θέαμα βλέποντας τον άλλο κόσμο… τον κοσμάκη, ένας νέος τρόπος διασκέδασης γι αυτούς , άγνωστος τα ακριβά εστιατόρια με τα γκουρμέ πιάτα.
Ναι, όλες αυτές τις συνήθειες θα μας τις ξαναφέρει ο χειμώνας… Θα πληρώσουμε σε λίγο τα εισιτήρια των ευεργετικών χορών για τον τάδε ή δείνα φιλανθρωπικό σκοπό. Θα δεχτούμε προσκλήσεις από φίλους, θα προσκαλέσουμε και μείς με την σειρά μας, αλλά που η κοινωνική εθιμοτυπία και το savoir vivre μας υπαγορεύει να κάνουμε. Τα τσάγια άρχισαν ήδη στα σπίτια, τα πρώτα χρήματα χάθηκαν στα πράσινα τραπεζάκια της τράπουλας των φιλικών σπιτιών. Η πρώτες παρέες γίνηκαν, τα πρώτα ραντεβού δόθηκαν, τα μαθήματα αρχίνησαν στα χοροδιδασκαλεία. Αχ χειμώνιασε για τα καλά.»
Θυμάμαι κάποτε σ’ ένα αριστοκρατικό μπαρ στην Νέα Υόρκη, ένα μπαρ που κάθε βράδυ γέμιζε από ανθρώπους όλων των εθνοτήτων, ο διευθυντής του τάχε κυριολεκτικά χαμένα με τους Ρωμιούς πελάτες του. Δεν μπορούσε να τους υποφέρει απ’ την φασαρία, τις φωνές τους και τα ποτήρια που έσπαγαν, αλλά δεν μπορούσε και πάλι να τους απαγορεύσει την είσοδο, πρώτα-πρώτα γιατί οι Ρωμιοί πλήρωναν πάντα καλά και δεύτερα γιατί οι ξένοι ήταν ενθουσιασμένοι όταν τους έβλεπαν. Και πραγματικά ο ενθουσιασμός των βορείων παγωμένων αυτών ανθρώπων ήταν απόλυτα δικαιολογημένος. Γι’ αυτούς οι Ρωμιοί ήταν οι «υπεράνθρωποι» και το «ρωμαίικο γλέντι» ήταν πιο ενδιαφέρον θέαμα από οποιοδήποτε άλλο..
Μα δεν είναι μόνο αυτά, έχουμε και τους «σνόμπ». Αυτοί δα είναι που είναι βάσανο γιατί βάλθηκαν με τα καλά τους ότι απομένει ακόμα παλιό στην μοντερνίζουσα Αθήνα μας, Να αλλάξουν το λουκ από τις υπόγειες ταβέρνες. Εκεί που ανάμεσα απ’ τα μεγάλα βαρέλια που κάτω απ’ το ανήμπορο φως μιας λουσέρνας λαδιού μοιάζουν σαν ξωτικές μεγάλες σκιές, ανάμεσα απ’ το τζάκι, και τον μάγειρα που με το τσιγάρισμα λαδιού χαρίζει μια αίσθηση σαν νανούρισμα, ανάμεσα απ’ τους ξυλένιους πάγκους και τα ξύλινα τραπέζια, θα μαζευτούν το βράδυ, κατά το σούρουπο, οι πιστοί της ολόξανθης ρετσίνας για να ξομολογηθούν τα βάσανά τους.
Στην ταβέρνα αυτή που σ’ άλλους καιρούς βρίσκονταν ανακατεμένοι άνθρωποι μ’ ένα κοινό γνώρισμα τη μποέμικη ψυχή τους. Όλοι εκεί ήσαν ίσοι. Και ο πλούσιος αστός και ο φτωχός εργάτης. Εκεί που θ’ άρχιζε και θα τελείωνε κάθε γλέντι…
Μα να σήμερα που ο αριστοκρατισμός, ο σνομπισμός θέλησε να χαλάσει κι’ αυτό το ήσυχο μέρος. Πλούσια αυτοκίνητα σταματούν μπροστά σε κάθε βρώμικη πόρτα ταβέρνας για να κατεβούν από μέσα κυρίες και κύριοι κομψά ντυμένοι. Πάνε χωρίς να ξέρουνε κι’ αυτοί γιατί πάνε. Πάνε από αριστοκρατισμό, πάνε για να περάσει η ώρα τους, για ν’ απολαύσουν ένα θέαμα βλέποντας τον άλλο κόσμο… τον κοσμάκη, ένας νέος τρόπος διασκέδασης γι αυτούς , άγνωστος τα ακριβά εστιατόρια με τα γκουρμέ πιάτα.
Ναι, όλες αυτές τις συνήθειες θα μας τις ξαναφέρει ο χειμώνας… Θα πληρώσουμε σε λίγο τα εισιτήρια των ευεργετικών χορών για τον τάδε ή δείνα φιλανθρωπικό σκοπό. Θα δεχτούμε προσκλήσεις από φίλους, θα προσκαλέσουμε και μείς με την σειρά μας, αλλά που η κοινωνική εθιμοτυπία και το savoir vivre μας υπαγορεύει να κάνουμε. Τα τσάγια άρχισαν ήδη στα σπίτια, τα πρώτα χρήματα χάθηκαν στα πράσινα τραπεζάκια της τράπουλας των φιλικών σπιτιών. Η πρώτες παρέες γίνηκαν, τα πρώτα ραντεβού δόθηκαν, τα μαθήματα αρχίνησαν στα χοροδιδασκαλεία. Αχ χειμώνιασε για τα καλά.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου